Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

H Λογική των μορφών της αξίας στο ”Κεφάλαιο” του Μάρξ


το καταπληκτικό κείμενο μπορείτε να δείτε και εδώ..

Η μορφή της αξίας. Πέρασμα στο φαινόμενο του εμπορεύματος
Μετά από την εξέταση της ουσίας του εμπορεύματος, ο Μαρξ επανέρχεται στην εξέταση της εμφάνισης της αξίας, αλλά αυτή τη φόρα υπό το πρίσμα της διαγνωσμένης ουσίας.  Και πραγματικά, ξεκινήσαμε από την ανταλλαχτική αξία ή από την ανταλλαχτική σχέση των εμπορευμάτων, για να βρούμε τα ίχνη της αξίας που κρύβεται μέσα τους. Τώρα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στη μορφή αυτή της εμφάνισης της αξίας[1]. Εδώ, ο Μαρξ θα εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η αξία εμφανίζεται μέσα στις διαφορετικές σχέσεις με τις αξίες χρήσης, θα εξετάσει δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο η ουσία φαίνεται.
Ο Μαρξ στην ανάλυση του εμπορεύματος, ακολουθεί ξανά τον λογικό τρόπο ανάπτυξης της Επιστήμης της Λογικής. Η ουσία συνιστά την άρνηση του Είναι, στην συνέχεια η ίδια αρνείται τον εαυτό της και μεταβαίνει στο φαινόμενο. Στην άρνηση της ουσίας, οι προσδιορισμοί της δεν χάνονται αλλά βρίσκονται σε ανηρημένη μορφή στο φαινόμενο. Έτσι, το φαινόμενο αποτελεί την ενότητα του Είναι και της Ουσίας. Στο φαινόμενο λοιπόν, η ουσία φαίνεται.
Η ανασκόπηση είναι το εμφαίνεσθαι της ουσίας μέσα σε τούτη την ίδια. Οι προσδιορισμοί [=κατηγορίες] αυτής της ίδιας [της ανασκόπησης] συμπεριλαμβάνονται μέσα στην ενότητα απλά και μόνο ως τεθειμένοι, ανηρημένοι [προσδιορισμοί]· ή η ανασκόπηση είναι η άμεσα μέσα στο τεθειμένο-Είναι της αυτο-ταυτή ουσία. Αλλ’εφόσον τούτη-εδώ είναι θεμέλιο, προσδιορίζεται ρεαλιστικά μέσω της ανασκόπησης της που αυτο-αναιρείται ή επιστρέφει εντός εαυτού· ακόμη, εφόσον αυτός ο προσδιορισμός ή το άλλως-Είναι της αναφοράς-θεμέλιου αναιρείται μέσα στην ανασκόπηση του θεμέλιου και γίνεται ύπαρξη, οι προσδιορισμοί-μορφής έχουν εδώ ένα στοιχείο της αυθυπόστασης. Η εμφάνεια τους ολοκληρώνεται σε φαινόμενο[2].
Οι μορφές τις αξίας ως ύπαρξη
Στις μορφές της αξίας, ο Μαρξ προσεγγίζει την ουσία στη αμεσότητα που αναδύεται από την άρση της διαμεσολάβησης. Η αλήθεια του Είναι έγκειται στο να είναι όχι ένα πρώτο άμεσο, αλλά η ουσία που αναδύθηκε μέσα στην αμεσότητα[3].
Κατ’αυτόν τον τρόπο, ο Μαρξ προσεγγίζει την ενότητα του είναι (αξία χρήσης) και της ουσίας (αξία) η οποία έγινε άμεση. Αυτή η αμεσότητα είναι η ύπαρξη που αναδύεται από την άρση της μεσολάβησης της αξίας χρήσης και της αξίας. Η ύπαρξη είναι η αμεσότητα που αναδύθηκε από την αναίρεση της διαμεσολάβησης, η οποία εγκαθιστά μια σχέση δια του θεμέλιου και της συνθήκης· [μια αμεσότητα], η οποία στο πλαίσιο της ανάδυσης αναιρεί αυτή τούτη την ανάδυση[4]. Όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, οι μορφές της αξίας δεν είναι παρά η μεσολάβηση η οποία έθεσε τον εαυτό της ως αμεσότητα. Η μεσολαβητική κίνηση από το είναι στην ουσία και από την ουσία στο είναι γίνεται άμεση, όχι όμως, ως μια αμεσότητα ενός προσδιορισμού της ουσίας, αλλά αντιθέτως, ως το πέρασμα της ουσίας στην ύπαρξη. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η ύπαρξη είναι η ουσία στην αμεσότητα της. Η ύπαρξη, λοιπόν, δεν πρέπει να λαμβάνεται εδώ ως ένα κατηγόρημα ή ως προσδιορισμός της ουσίας, μια πρόταση της οποίας θα μπορούσε να διατυπωθεί [ως εξής]: η ουσία υπάρχει ή έχει ύπαρξη· - αλλά η ουσία έχει μεταβεί μέσα στην ύπαρξη· η ύπαρξη είναι η απόλυτη εξωτερίκευση της, και τούτη [η ουσία] δεν έμεινε πίσω σε μια απώτερη πλευρά εκείνης. Η πρόταση, επομένως, θα μπορούσε να διατυπωθεί [έτσι]: η ουσία είναι η ύπαρξη· αυτή δεν είναι διαφοροποιημένη από την ύπαρξη της[5].
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να επισημάνουμε ότι, κατά την ανάλυση του φαινομένου του εμπορεύματος, η λογική του Μαρξ διαφοροποιείται από την λογική του Χέγκελ. Στην Επιστήμη της Λογικής, ο Χέγκελ προσδιορίζει το πέρασμα από την ουσία στο φαινόμενο, πλην όμως, δεν προσδιορίζει τις μορφές του φαινομένου και αυτό κατά τη γνώμη μας δεν είναι μια έλλειψη ή ατέλεια της εγελιανής λογικής. Στις μορφές τις αξίας παρατηρούμε ότι ο Μαρξ προσεγγίζει το φαινόμενο υπό το πρίσμα μιας μορφής αναπτυσσόμενης αντίφασης. Την συγκεκριμένη διαφορά θα την εξετάσουμε και θα την αναπτύξουμε παρακάτω πιο λεπτομερώς, προς το παρόν μπορούμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα. Στο επίπεδο της μεθοδολογίας, η εξέταση της τεσσάρων μορφών της αξίας αντιστοιχεί στην ιδιαίτερη δομή της διαλεκτικής λογικής. Η γενική δομή της διαλεκτικής λογικής διακρίνεται σε τέσσερα βασικά στάδια: το Είναι, την Ουσία, το Φαινόμενο και την Πραγματικότητα. Αντίστοιχα, η ιδιαίτερη κίνηση της ουσίας προσδιορίζεται μέσω των ουσιοτήτων ή προσδιορισμών αντανάκλασης  που διακρίνονται επίσης σε τέσσερα βασικά στάδια: την ταυτότητα, τη διαφορά, την αντίθεση και την αντίφαση. Επιπλέον, στην Επιστήμη της Λογικής: Διδασκαλία της Έννοιας, ο Χέγκελ αναπτύσσει την έννοια, την κρίση, τον συλλογισμό και την αντικειμενικότητα χρησιμοποιώντας άλλοτε τρία και άλλοτε τέσσαρα στάδια. Αυτός ο ιδιαίτερος τρόπος διάκρισης και προσδιορισμού της κίνησης σε τέσσερα στάδια προκύπτει από την ίδια τη φύση της κίνησης. Εδώ δεν ισχυριζόμαστε ότι η φύση της κίνησης οδηγεί στην περιγραφή της σε τέσσερα στάδια, αλλά ότι η περιγραφή της οδηγεί εκ των πραγμάτων στην σταδιοποίηση γενικώς. Κατά τη γνώμη μας η διάκριση βάσει σταδίων συνιστά εμμενές στοιχείο στη διαδικασία αναπαράστασης του αυτοκινούμενου αντικειμένου και για αυτό το λόγο συνιστά το ουσιώδες από τη σκοπιά της λογικής δομής. Ο αριθμός των σταδίων συνιστά την ιδιαίτερη εμφάνιση και εξωτερίκευση της σταδιοποιητικής διαδικασίας και καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την ιδιοτυπία του αντικειμένου της έρευνας. Κατ’αυτόν τον τρόπο, θεωρούμε ότι είναι καθ’όλα νόμιμη η ανάπτυξη των εγγελιανών κατηγοριών (π.χ. ενικού, μερικού, καθολικού) από τριάδα σε τετράδα ή ακόμη και πεντάδα (ή ακόμη και η μείωση από τετράδα σε τριάδα) εφόσον και εάν η τελευταία καθορίζεται από την ιδιαίτερη κίνηση και δομή του συγκεκριμένου αντικειμένου που ερευνά.
Έτσι, στην εξέταση των μορφών της αξίας, ο Μαρξ εφαρμόζει τη γενική και αφηρημένη δομή της διαλεκτικής στο φαινόμενο. Γιατί όμως το κάνει αυτό;
Οι μορφές της αξίας ως μορφές του φαινομένου
Η απλή ή τυχαία μορφή της αξίας ως ταυτότητα
Στην απλή ή τυχαία μορφή της αξίας, μια συγκεκριμένη ποσότητα ενός εμπορεύματος Α ανταλλάσσεται με μια συγκεκριμένη ποσότητα εμπορεύματος Β.
Παίρνοντας το παράδειγμα του Μαρξ, 20 πήχες πανί= 1 σακάκι, μπορούμε να κατανοήσουμε τη σχέση ανάμεσα στους δυο πόλους στην οποία η αξία εκφράζεται· ο ένας πόλος συνιστά τη σχετική μορφή της αξίας και ο άλλος την ισοδύναμη μορφή.
Με μια πρώτη ματιά, η παραπάνω σχέση φαίνεται να είναι γραμμική, το πανί εκφράζει την αξία του στο σακάκι και αυτό το τελευταίο συνιστά το θεμέλιο αυτής της έκφρασης. Το πρώτο εμπόρευμα παίζει ενεργητικό, το δεύτερο παθητικό ρόλο. Η αξία του πρώτου εμπορεύματος παρασταίνεται σαν σχετική αξία ή βρίσκεται στη σχετική μορφή της αξίας. Το δεύτερο εμπόρευμα λειτουργεί σαν ισοδύναμο ή βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή[6]. Ωστόσο, αντιστρέφοντας τη σχέση έχουμε 1 σακάκι= 20 πήχες πανί, το σακάκι συνιστά την σχετική μορφή της αξίας και το πανί την ισοδύναμη μορφή. Σε κάθε περίπτωση, κανένα εμπόρευμα δεν μπορεί να βρίσκεται και στην σχετική μορφή της αξίας και στην ισοδύναμη μορφή ταυτόχρονα. Ως εκ τούτου, είναι προφανές ότι σε μια συγκεκριμένη ανταλλακτική σχέση, ένα εμπόρευμα βρίσκεται στη σχετική μορφή της αξίας και ένα άλλο στην ισοδύναμη μορφή.
Κατ’αυτόν τον τρόπο, στη σχέση 20 πήχες πανί= 1 σακάκι, το πανί βρίσκεται στην σχετική μορφή της αξίας ενώ το σακάκι στην ισοδύναμη μορφή. Το περιεχόμενο του εμπορεύματος πανί, δηλαδή η αξία, εκφράζεται με τη μορφή του εμπορεύματος σακάκι, δηλαδή με την αξία χρήσης του σακακιού. Μέσα στη σχέση αξίας, στην οποία το σακάκι αποτελεί το ισοδύναμο του πανιού, η μορφή του σακακιού ισχύει λοιπόν σαν μορφή της αξίας. Γιαυτό, η αξία του εμπορεύματος πανί εκφράζεται με το σώμα του εμπορεύματος σακάκι, δηλ. η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζεται με την αξία χρήσης ενός άλλου εμπορεύματος[7]. Η εξίσωση ανάμεσα στο πανί και στο σακάκι γίνεται δυνατή διότι και τα δυο αποτελούν προϊόντα της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, η τελευταία συνιστά την κοινή βάση μεταξύ των εμπορευμάτων.  Η αναγωγή των εμπορευμάτων στην κοινή βάση της αφηρημένης εργασίας καθίσταται δυνατή μέσω της άρνησης της αξίας χρήσης. Η αφηρημένη εργασία ως ιδιαίτερο περιεχόμενο της αξίας συνιστά επίσης την άρνηση της συγκεκριμένης εργασίας. Έτσι, το πρώτο στάδιο της διαδικασίας ανταλλαγής είναι η άρνηση της αξίας χρήσης. Σε αυτό το πρώτο στάδιο, η νόηση κινείται από το αισθητηριακά συγκεκριμένο, από την αμεσότητα της αξίας χρήσης,  προς το αφηρημένο της αφηρημένης εργασίας. Στην συνέχεια, η έκφραση της αξίας στην αξία χρήσης του άλλου εμπορεύματος συνιστά την άρνηση της άρνησης. Εδώ, η συγκεκριμένη εργασία ως ιδιαίτερο περιεχόμενο της αξίας χρήσης γίνεται μορφή έκφρασης της αφηρημένης εργασίας, πρόκειται για την άρνηση της πρώτης άρνησης. Το σώμα του εμπορεύματος που χρησιμεύει σαν ισοδύναμο ισχύει πάντα σαν ενσάρκωση αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας και είναι πάντα το προϊόν μια καθορισμένη ωφέλιμης, συγκεκριμένης εργασίας. Έτσι η συγκεκριμένη αυτή εργασία γίνεται η έκφραση της αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας[8].
Η ολότητα της κίνησης της ανταλλαγής κατευθύνεται από την αξία χρήσης (την αμεσότητα) στην αξία (ουσία) και στην συνέχεια από τη αξία στην αξία χρήσης (αμεσότητα). Διαπιστώνουμε έτσι ότι, η ενυπάρχουσα αντίθεση στο εμπόρευμα μεταξύ της αξίας και της αξίας χρήσης και κατά συνέπεια η αντίθεση ανάμεσα στην αφηρημένη και τη συγκεκριμένη εργασία είναι η βάση έκφρασης της αξίας. Έτσι, η κρυμμένη μέσα στο εμπόρευμα εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία, παρασταίνεται με μια εξωτερική αντίθεση, δηλ. με τη σχέση ανάμεσα σε δυο εμπορεύματα, μέσα στην οποία το ένα εμπόρευμα, που πρόκειται να εκφραστεί η αξία του παίζει άμεσα μόνο το ρόλο της αξίας χρήσης, ενώ αντίθετα το άλλο που μ’αυτό εκφράζεται η αξία παίζει άμεσα μόνο το ρόλο της ανταλλακτικής αξία. Επομένως, η απλά μορφή της αξίας ενός εμπορεύματος είναι η απλή μορφή εμφάνισης της αντίθεσης ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία που περικλείνεται σ’αυτό[9].
Ένα μόνο εμπόρευμα βρίσκεται στη σχετική μορφή της αξίας και ένα μόνο εμπόρευμα βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή, πρόκειται έτσι για μια σχέση που υφίσταται αποκλειστικά μεταξύ δυο εμπορευμάτων, εκείνου που προσδιορίζεται από την έννοια της ποσότητας και εκείνου που προσδιορίζεται από την έννοια της ποιότητας. Η έκφραση της αξίας του εμπορεύματος Α με κάποιο εμπόρευμα Β ξεχωρίζει την αξία του εμπορεύματος Α μόνο από τη δική του αξία χρήσης και γιαυτό τη φέρνει μόνο σε μια ανταλλακτική σχέση με κάποιο μεμονωμένο, διαφορετικό απ’αυτό το ίδιο είδος εμπορεύματος, αντί να παραστήσει την ποιοτική του ομοιότητα και την ποσοτική του αναλογική σχέση με όλα τα άλλα εμπορεύματα. Στην απλή σχετική μορφή της αξίας ενός εμπορεύματος αντιστοιχεί η μεμονωμένη ισοδύναμη μορφή ενός άλλου εμπορεύματος. Έτσι το σακάκι, μέσα στη σχετική έκφραση της αξίας του πανιού, έχει την ισοδύναμη ή τη μορφή της άμεσης ανταλλαξιμότητας μόνο σχετικά μ’αυτό το μεμονωμένο είδος εμπορεύματος, με το πανί[10].
Αν τώρα εξετάσουμε την απλή μορφή της αξίας ως ολότητα  η οποία αποτελείται από δυο βασικές πλευρές, την κανονική σχέση 20 πήχες πανί=1 σακάκι και την ανεστραμμένη σχέση 1 σακάκι=20 πήχες πανί, διαπιστώνουμε ότι η αξία και η αξία χρήσης συνιστούν δυο πόλους που περνούν ο ένας στον άλλον, η αξία περνά στη θέση της αξίας χρήσης και vice versa· αυτή η αμεσότητα μεταξύ των δυο πόλων συνιστά την απλή μορφή του φαινομένου. Στο παράδειγμα 20 πήχες πανί= 1 σακάκι, το πανί βρίσκεται στην σχετική μορφή της αξίας και το σακάκι στην ισοδύναμη μορφή· αντιστρέφοντας τη σχέση, 1 σακάκι= 20 πήχες πανί, το σακάκι βρίσκεται στην σχετική μορφή της αξίας και το πανί στην ισοδύναμη μορφή. Κατ’αυτόν τον τρόπο, διαπιστώνουμε ότι στην ολότητα της ανταλλακτικής σχέσης (σχέση κανονική και σχέση ανεστραμμένη), η σχετική μορφή της αξίας και η ισοδύναμη μορφή είναι δυο πλευρές οι οποίες μπορούν να αντικαταστήσουν η μια την άλλη, κατά τρόπο που συνιστούν μια ουσιώδη ταυτότητα. Και πράγματι ταυτίζονται διότι ακόμη και στην αμεσότητα της σχέσης, η πρώτη σχέση υφίσταται από τη σκοπιά του Α κατόχου εμπορεύματος ενώ η δεύτερη σχέση υφίσταται την ίδια στιγμή από τη σκοπιά του κατόχου του Β εμπορεύματος.  Για τον κάτοχο κάθε εμπορεύματος κάθε ξένο εμπόρευμα ισχύει σαν ιδιαίτερο ισοδύναμο του εμπορεύματος του, κι επομένως το δικό του εμπόρευμα χρησιμεύει σαν γενικό ισοδύναμο όλων των άλλων εμπορευμάτων. Επειδή όμως όλοι οι κάτοχοι εμπορευμάτων κάνουν το ίδιο, κανένα εμπόρευμα δεν είναι γενικό ισοδύναμο και γιαυτό τα εμπορεύματα δεν έχουν μια γενική σχετική μορφή της αξίας, με την οποία να εξομοιώνονται σαν αξίες και να συγκρίνονται σαν μεγέθη αξίας. Έτσι δεν αντικρίζουν καθόλου το ένα το άλλο σαν εμπορεύματα, αλλά μόνο σαν προϊόντα ή αξίες χρήσης  [11]. Στην άμεση ανταλλαγή προϊόντων κάθε εμπόρευμα είναι άμεσα μέσο ανταλλαγής για τον κάτοχο του και ισοδύναμο για τον μη κάτοχο του[12].
 Σε αυτό το στάδιο, η διαφορά και οι προϋποθέσεις της βρίσκονται σε ανηρημένη μορφή. Η αντιστροφή της σχέσης, 1 σακάκι= 20 πήχες πανί, περιέχει τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τον μετασχηματισμό της απλής μορφής σε ολική μορφή της αξίας.
Η ολική ή αναπτυγμένη μορφή της αξίας ως διαφορά
Στην ολική ή αναπτυγμένη μορφή της αξίας, η αξία ενός εμπορεύματος Α συγκεκριμένης ποσότητας εκφράζεται με απειράριθμα εμπορεύματα Β, Γ, ……, ν, συγκεκριμένης ποσότητας. Παίρνοντας το παράδειγμα του Μαρξ, 20 πήχες πανί= 1 σακάκι, ή = 10 λίβρες τσάι, ή = 40 λίβρες καφέ, ή = 1 κουάρτερ στάρι, ή = 2 ουγγιές χρυσό, ή = ½ τόνο σίδερο, ή = κλπ., μπορούμε να καταλάβουμε την ανάπτυξη της αντίθεσης μεταξύ της αξίας και της αξίας χρήσης.
Σε αυτή τη μορφή του φαινομένου, η αξία ενός εμπορεύματος εκφράζεται με μια σειρά άλλα εμπορεύματα. Εδώ, οι ποικίλες εκφράσεις της αξίας, καταδεικνύουν την αντικειμενικότητα της, το γεγονός ότι είναι ξόδεμα ανθρώπινης εργασίας. Έτσι μόλις τώρα αυτή η ίδια η αξία εμφανίζεται στ’αλήθεια σαν πήγμα αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας. Γιατί η εργασία που τη δημιουργεί παρασταίνεται τώρα ρητά σαν εργασία με την οποία εξισώνεται κάθε άλλη ανθρώπινη εργασία, αδιάφορο ποια είναι η φυσική της μορφή και αν αντικειμενοποιείται σε σακάκι ή στάρι ή σίδερο ή χρυσό κλπ[13]. Έτσι, η αφηρημένη εργασία εκφράζεται με μια σειρά συγκεκριμένων εργασιών καθώς επίσης και η αξία εκφράζεται με μια σειρά από αξίες χρήσης.
Αν στην απλή μορφή της αξίας ως ολότητα (σχέση κανονική και σχέση ανεστραμμένη), η σχετική μορφή της αξίας και η ισοδύναμη μορφή μπορούσαν να αντικαθιστούν η μια την άλλη, αυτό γίνεται ανέφικτο στην ολική μορφή. Στην ολική μορφή, η σχετική μορφή της αξίας διαφοροποιείται από την ισοδύναμη μορφή, πρόκειται για μια διαφοροποίηση σε σχέση με αυτό που συνιστά η σχετική και με αυτό που συνιστά η ισοδύναμη μορφή. Για παράδειγμα, στην ανταλλακτική σχέση, 20 πήχες πανί= 1 σακάκι, ή = 10 λίβρες τσάι, ή = 40 λίβρες καφέ, ή = 1 κουάρτερ στάρι, ή = 2 ουγγιές χρυσό, ή = ½ τόνο σίδερο, ή = κλπ., το πανί είναι απομονωμένο στην σχετική μορφή ενώ όλα τα άλλα εμπορεύματα είναι απομονωμένα στην ισοδύναμη μορφή. Κατ’αυτόν τον τρόπο, συντελείται ένα είδος απομάκρυνσης της αξίας από την αξία χρήσης, πρόκειται για την ουσιώδη διαφορά. Στην απλή μορφή της αξίας, το πανί χρειαζόταν το σακάκι για να εκφραστεί,  χωρίς το σακάκι απέναντι του η έκφραση της αξίας του θα ήταν αδύνατη, στην ολική όμως μορφή, το σακάκι καθεαυτό δεν κατέχει παρά ένα δευτερεύοντα ρόλο στην έκφραση της αξίας του πανιού, για τον λόγο ότι εδώ το πανί μπορεί να εκφράσει την αξία του με μια σειρά από άλλα εμπορεύματα.
Η γενική μορφή της αξίας ως αντίθεση
Στη γενική μορφή της αξίας μια σειρά από εμπορεύματα (Α, Β, …,ν) συγκεκριμένης ποσότητας εκφράζουν την αξία τους με ένα μοναδικό εμπόρευμα συγκεκριμένης ποσότητας.
1  =    σακάκι
10 λίβρες τσάι =
40 λίβρες καφέ =
1 κουάρτερ στάρι =
2 ουγγιές χρυσός                        20 πήχες πανί
½ τόνος σίδερο =
χ εμπόρευμα Α =
Κλπ. εμπόρευμα  =
Από το παραπάνω σχήμα του Μαρξ, διαπιστώνουμε ότι κάθε εμπόρευμα βρίσκεται στη σχετική μορφή της αξίας ενώ μόνο ένα εμπόρευμα βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή. Εδώ, η αντίθεση ανάμεσα στην σχετική μορφή της αξίας και στην ισοδύναμη μορφή γίνεται ολοένα και πιο έκδηλη, για το λόγο ότι όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους με μια μόνο αξία χρήσης. Στην απλή μορφή της αξίας κάθε εμπόρευμα μπορεί να βρίσκεται άλλοτε στην σχετική και άλλοτε στην ισοδύναμη μορφή, πρόκειται για μια αμοιβαία ταύτιση και εναλλαγή των δυο πόλων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η αντίθεση ανάμεσα στη σχετική και στην ισοδύναμη μορφή υφίσταται σε ένα εμβρυακό επίπεδο. Στην συνέχεια, στην ολική μορφή της αξίας, η αντίθεση μεταξύ των δυο μορφών (σχετική και ισοδύναμη) ανακύπτει με πιο δυναμικό τρόπο εξαιτίας της διαφοράς του ενός πόλου από τον άλλον. Τέλος, στην γενική μορφή της αξίας, η αντίθεση ανάμεσα στις δυο μορφές αποκτά την καθαρή της μορφή, όλα τα εμπορεύματα εκφράζουν την αξία τους με ένα και μοναδικό εμπόρευμα, ενώ την ίδια στιγμή αυτό το τελευταίο δεν μπορεί να εκφραστεί, το εμπόρευμα που φιγουράρει σαν γενικό ισοδύναμο, είναι αποκλεισμένο από την ενιαία, κι επομένως γενική σχετική μορφή της αξίας του κόσμου των εμπορευμάτων[14]. Η σχετική και η ισοδύναμη μορφή συνιστούν δυο πράγματα αντί-θετα.
Στη γενική μορφή της αξίας, συντελείται ένας ιδιότυπος μετασχηματισμός του ειδικού χαρακτήρα της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή. Αξία και αξία χρήσης μετατρέπονται σε δυο αντίθετους πόλους, η κάθε αξία εκφράζεται με μια και μοναδική αξία χρήσης· από εδώ διαπιστώνουμε ότι η αξία χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή μετατρέπεται σε μια άλλη αξία χρήσης, εκείνη με την οποία τα εμπορεύματα εκφράζονται. Έτσι, στο παραπάνω παράδειγμα, αν η αξία χρήσης του πανιού εδράζεται στην ποιοτική του ιδιοτυπία και στις ωφέλιμες ιδιότητες του, από τη στιγμή που μεταβαίνει στην ισοδύναμη μορφή, η αξία χρήσης του συνίσταται κατά κύριο λόγο στην ικανότητα του να εκφράζει τις αξίες των εμπορευμάτων.
Γνωρίζουμε από τα παραπάνω ότι η αξίας χρήσης συνιστά τον υλικό φορέα της ισοδύναμης μορφής, στις προηγούμενες μορφές τις αξίας (απλή και ολική) ο ποιοτικός προσδιορισμός της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρισκόταν στην ισοδύναμη μορφή αντιστοιχούσε κατά κύριο λόγο με τις φυσικές ωφέλιμες ιδιότητες του εμπορεύματος καθεαυτού. Στη γενική μορφή της αξίας, ο ποιοτικός προσδιορισμός της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή δεν προκύπτει κατά τρόπο άμεσο από τις φυσικές ωφέλιμες ιδιότητες του εμπορεύματος, αλλά αντιθέτως, από την κοινωνική του μορφή και τον κοινωνικό του ρόλο. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζοντας τον ποιοτικό προσδιορισμό της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή στην γενική μορφή της αξίας, αντικρίζουμε την διαλεκτική σχέση ουσιώδους και επουσιώδους. Η κοινωνική διάσταση της αξίας χρήσης συνιστά το ουσιώδες ενώ η φυσική διάσταση της αξίας χρήσης συνιστά το επουσιώδες. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η αξία χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή έγκειται στην ικανότητα αυτού του ειδικού εμπορεύματος να εκφράζει τις αξίες όλων των εμπορευμάτων και να αποτελεί καθολικό μέσο ανταλλαγής, ωστόσο αυτές οι ικανότητες και λειτουργίες έχουν ως βαθύτερο θεμέλιο τις φυσικές ιδιότητες του ειδικού εμπορεύματος. Για παράδειγμα, αν το πανί λειτουργούσε ως γενικό ισοδύναμο, η αξία χρήσης του θα έγκειτο  στην ικανότητα του τελευταίου να εκφράζει τις αξίες των εμπορευμάτων καθώς και να αποτελεί καθολικό μέσο ανταλλαγής, αυτές όμως οι ιδιότητες θα είχαν ως βαθύτερο θεμέλιο τις φυσικές ιδιότητες του πανιού.
Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι στην γενική μορφή της αξίας, η αντίθεση μεταξύ της αξίας και της αξίας χρήσης γίνεται άγουσα, από τη μια το εμπόρευμα που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή χάνει την ικανότητα να εκφράζει την αξία του και ταυτοχρόνως η αξία χρήσης του διαφοροποιείται από την αξία χρήσης κάθε άλλου εμπορεύματος. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η αντιθετική σχέση υφίσταται μεταξύ των εμπορευμάτων που εκφράζουν της αξίες τους και ενός είδους αξίας χρήσης που λειτουργεί ως εκφραστής αξιών.
Η χρηματική μορφή της αξίας ως αντίφαση
Στην χρηματική μορφή της αξίας κάθε εμπόρευμα (Α, Β, …., ν) συγκεκριμένης ποσότητας εκφράζει την αξία του με μια συγκεκριμένη ποσότητα χρήματος.
20 πήχες πανί =
 1  =  σακάκι
10 λίβρες τσάι =
40 λίβρες καφέ =                         2 ουγγιές χρυσός
1 κουάρτερ στάρι =
½ τόνος σίδερο =
χ εμπόρευμα Α =
Εκκινώντας από το σχήμα του Μαρξ, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η κύρια διαφορά ανάμεσα στην γενική και στη χρηματική μορφή της αξίας έγκειται στην ιδιαίτερη φύση του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή. Στη γενική μορφή της αξίας, δείξαμε ότι η αξία χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή συνίσταται από το ουσιώδες και το επουσιώδες, δηλαδή από την ικανότητα να εκφράζει τις αξίες των εμπορευμάτων και από το θεμέλιο αυτής της τελευταίας αντίστοιχα.
Αν τώρα εξετάσουμε το επουσιώδες της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην  ισοδύναμη μορφή, γίνεται σαφές ότι, υπάρχουν εμπορεύματα τα οποία αποκλείονται από την θέση της ισοδύναμη μορφής εξαιτίας των φυσικών τους ιδιοτήτων, της ιδιαίτερης ποιότητας τους καθώς επίσης και της ιδιαίτερης ποσότητας τους[15]. Για παράδειγμα, η ζάχαρη δεν θα μπορούσε ποτέ να βρεθεί στην ισοδύναμη μορφή εξαιτίας του εύκολου λιωσίματος της. Η σταδιακή ανάπτυξη τους ουσιώδους, της ικανότητας του εμπορεύματος να εκφράζει αξίες και να καθίσταται το κύριο μέσο ανταλλαγής, δηλαδή ο ολοένα και πιο αναπτυγμένος κοινωνικός χαρακτήρας της ισοδύναμης μορφής, επαναπροσδιορίζει το επουσιώδες, το θεμέλιο αυτής της ικανότητας, δηλαδή τις αναγκαίες φυσικές ιδιότητες του εμπορεύματος. Κατ’αυτόν τον τρόπο, στην ανάπτυξη της οικονομικής ιστορίας, τα ευγενή μέταλλα κατακτούν την ισοδύναμη μορφή εξαιτίας των φυσικών τους ιδιοτήτων (αντοχή στη διάβρωση και στην οξείδωση κτλ) Το γεγονός λοιπόν ότι «μ’όλο που ο χρυσός και το ασήμι δεν είναι από τη φύση τους χρήμα, το χρήμα ωστόσο είναι από τη φύση του χρυσός και ασήμι», δείχνει τη σύμπτωση των φυσικών ιδιοτήτων τους με τις λειτουργίες τους[16]. Από τη στιγμή που τα ευγενή μέταλλα κατακτούν την ισοδύναμη μορφή της αξίας περνάμε στη χρηματική μορφή της αξίας. Το χρήμα σηματοδοτεί την κοινωνικά ανεπτυγμένη ανταλλαγή διότι η φυσική του ύλη ως αξία χρήσης εμπορεύματος αντιστοιχεί στην κοινωνική του λειτουργία. Η λειτουργική υπόσταση του χρήματος, μπορούμε να πούμε, απορροφάει την υλική του υπόσταση[17].
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κυριαρχία του χρήματος δεν συνιστά μια απόλυτη και μη  μεταβαλλόμενη κατάσταση, αλλά αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη της αυτοκίνηση. Αυτή η τελευταία εκφράζεται στις διαφορετικές μορφές χρήματος: νόμισμα, χαρτονόμισμα, ψηφιακό χρήμα κ.ά. Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι στην ανάπτυξη των χρηματικών μορφών αποφασιστικό ρόλο παίζει η ποσότητα του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή. Αν στην διαδικασία της πρωταρχικής εμφάνισης και διαμόρφωσης της ισοδύναμης μορφής αποφασιστικό ρόλο διαδραματίζει η ποιότητα του εμπορεύματος, από την στιγμή της εγκαθίδρυσης της χρηματικής μορφής της αξίας τον κύριο ρόλο διαδραματίζει η ποσότητα του εμπορεύματος. Ο Μαρξ αναφέρει «επειδή η διαφορά του μεγέθους της αξίας είναι καθαρά ποσοτική, πρέπει το χρηματικό εμπόρευμα να είναι σε θέση να δείχνει τις καθαρά ποσοτικές διαφορές, δηλαδή να μπορεί να διαιρείται κατά βούληση και να μπορεί ξανά να ανασυντίθεται από τα κομμάτια του»[18].
Όπως παρατηρήσαμε προηγουμένως, στη σχέση μορφή της αξίας-ισοδύναμη μορφή, η αξία εκφράζεται μέσω της αξίας χρήσης του εμπορεύματος που βρίσκεται στην ισοδύναμη μορφή. Δείξαμε ότι, αυτό που είναι κυρίαρχο στην αξία χρήσης του χρήματος είναι η κοινωνική του λειτουργία, δηλαδή το γεγονός ότι συνιστά μέσο ανταλλαγής και εκφραστή των αξιών. Έτσι το χρήμα είναι η ιδιαίτερη έκφραση της αξίας, πράγμα που ταυτίζει το χρήμα με την αξία. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η χρηματική μορφή διαφοροποιείται από τις υπόλοιπες μορφές της αξίας λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα της. Από τη μια πλευρά, το χρήμα ως αξία χρήσης της διαδικασίας ανταλλαγής ταυτίζεται με την αξία χρήσης, σε αυτή την περίπτωση, προβάλλει η σχέση ανάμεσα στην αξία ως περιεχόμενο των εμπορευμάτων και της αξίας χρήσης του χρήματος, ιδωμένη η τελευταία από τη σκοπιά της λειτουργίας της ανταλλαγής και της αξιακής έκφρασης. Από την άλλη πλευρά, το χρήμα ως έκφραση της αξίας στον εαυτό της ταυτίζεται με την αξία, σε αυτή την περίπτωση, προβάλλει η σχέση ανάμεσα στην αξία που εκφράζεται στο χρήμα και στις αξίες χρήσης που εκφράζονται στα εμπορεύματα. Τα εμπορεύματα πρώτα μπαίνουν στο προτσές ανταλλαγής αχρύσωτα και αζαχάρωτα, έτσι όπως γεννήθηκαν. Το προτσές αυτό προκαλεί το διχασμό του εμπορεύματος σε εμπόρευμα και χρήμα, μιαν εξωτερική αντίθεση με την οποία εκφράζουν την ενυπάρχουσα σ’αυτά αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία. Σ’αυτή την αντίθεση τα εμπορεύματα σαν αξίες χρήσης αντικρίζουν το χρήμα σαν ανταλλακτική αξία. Από την άλλη όμως και οι δυο πλευρές της αντίθεσης είναι εμπορεύματα, δηλ. ενότητες αξίας χρήσης και αξίας. Αυτή όμως η ενότητα διαφορετικών πραγμάτων παριστάνεται αντίστροφα στον καθένα από τους δυο αυτούς πόλους και γιαυτό παρασταίνει ταυτόχρονα και την αλληλοσχέση τους. Το εμπόρευμα είναι πραγματικά αξία χρήσης, η αξιακή του οντότητα εμφανίζεται μόνο ιδεατά στην τιμή, η οποία το σχετίζει με το χρυσό που στέκει αντίκρυ του σαν η πραγματική μορφή της αξίας του. Αντίστροφα, τα υλικό του χρυσού ισχύει μόνο σαν υλοποίηση της αξίας, σαν χρήμα. Είναι πραγματικό, και γιαυτό είναι και ανταλλακτική αξία. Η αξία χρήσης του εμφανίζεται μόνο ιδεατά στη σειρά των σχετικών εκφράσεων της αξίας, μέσα στις οποίες σχετίζεται με τα εμπορεύματα που στέκονται αντίκρυ του σαν το σύνολο των πραγματικών μορφών χρήσης του. Αυτές οι αντιθετικές μορφές των εμπορευμάτων είναι οι πραγματικές μορφές κίνησης του προτσές ανταλλαγής τους[19].
Μπορούμε έτσι να περιγράψουμε τις δυο παραπάνω σχέσεις ή πλευρές της χρηματικής μορφής και την μεταξύ τους αλληλεπίδραση με τα ακόλουθα σχήματα :
Σχέση Α:  Εμπόρευμα (αξία) – Χρήμα (αξία χρήσης)
Σχέση Β : Εμπόρευμα (αξία χρήσης) – Χρήμα (αξία)
Χρηματική μορφή της αξίας (ολότητα)
Σχέση  A                                           Σχέση B
Κάθε μια από τις παραπάνω σχέσεις έχει την αδιάφορη αυθυπαρξία για τον εαυτό της για το λόγο ότι η κάθε μια  περιέχει στο εαυτό της τη σχέση προς το άλλο της, προς την άλλη. Στη σχέση Α τα εμπορεύματα εκφράζουν τις αξίες τους στο χρήμα ή η αξία εκφράζεται στην αξία χρήσης του χρήματος. Ταυτόχρονα όμως το χρήμα (σχέση Β) καθίσταται ο αποκλειστικός εκφραστής της αξίας κατά τρόπο που το ίδιο γίνεται φορέας της αξίας καθεαυτής και απέναντι του τώρα στέκονται οι αξίες χρήσης των εμπορευμάτων, το χρήμα εκφράζει έτσι την αξία του στα διαφορετικά εμπορεύματα σαν ισοδύναμα του. Καθένα έχει την αδιάφορη αυθυπαρξία για τον εαυτό του δια του γεγονότος ότι αυτό έχει μέσα του τη σχέση προς το άλλο του στάδιο· έτσι αυτό είναι το όλο της αντίθεσης που περιέχεται εντός εαυτού[20].- Ο κάθε πόλος περιέχει στον εαυτό του το αντίθετο του, κατά τρόπο που ο καθένας να μετατρέπεται στο αντίθετο του, ταυτόχρονα όμως να συμπεριφέρεται ως προς τον άλλο ως το πράγματι αντίθετο του.
Η σχέση Α είναι σχέση Β και η σχέση Β είναι σχέση Α, πρόκειται για μια αμοιβαία μετατροπή του κάθε πόλου στον άλλο και ταυτόχρονα η σχέση Α υφίσταται ως τέτοια και είναι αντίθετη από τη σχέση Β και αντίστροφα, η ολότητα της σχέσης και της διαμεσολαβητικής διαδικασίας συνιστά μια ουσιώδη αντίφαση. Με το να είναι τούτου το όλο, το καθένα είναι διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του δια του άλλου του και το περιέχει. Αλλά τούτου είναι ακόμη διαμεσολαβημένο με τον εαυτό του δια του μη-Είναι του άλλου· γι’αυτό, τούτο είναι διεαυτήν ούσα ενότητα και αποκλείει από τον εαυτό του το άλλο. Εφόσον ο αυθύπαρκτος ανασκοπικός-προσδιορισμός με την ίδια σκέψη, που περιέχει τον αντίθετο προσδιορισμό και δι’αυτού είναι αυθύπαρκτος, αποκλείει τον αντίθετο προσδιορισμό, μέσα στην αυθυπαρξία του τότε αποκλείει από τον εαυτό του την αυθυπαρξία του· διότι αυτός συνίσταται σε τούτο: περιέχει μέσα του τον άλλο προσδιορισμό του και μόνο γι’αυτό δεν είναι αναφορά σε κάτι εξωτερικό· -αλλά όχι λιγότερο άμεσα και σε τούτο: είναι και αυτός ο ίδιος και αποκλείει από τον εαυτό του τον αρνητικό του προσδιορισμό. Αυτός είναι έτσι η αντίφαση[21].
Γενικές παρατηρήσεις πάνω στη λογική των μορφών του φαινομένου
Παρατηρήσαμε την ιδιάζουσα κίνηση των μορφών του φαινομένου. Είναι προφανές, ότι σε αυτή την κίνηση, η νόηση διατρέχει τέσσερα βασικά στάδια: την απλή, την ολική, τη γενική και την χρηματική μορφή. Η λογική αναπαράσταση εκκινά από το επίπεδο της ουσιώδους ταυτότητας της σχέσης σχετική και ισοδύναμη μορφή της αξίας (όπως επίσης και της σχέσης αξίας-αξίας χρήσης), περνά στην ουσιώδη διαφορά των δυο πόλων, στην συνέχεια περνά στο στάδιο της αντίθεσης και τέλος στο στάδιο της αντίφασης. Από τα παραπάνω διαπιστώνουμε ότι η ιδιοτυπία της κίνησης του φαινομένου αντιστοιχεί κατά κύριο λόγο στην ιδιοτυπία της κίνησης της ουσίας. Έχοντας ήδη τονίσει τις μεθοδολογικές ομοιότητες που ενυπάρχουν μεταξύ των ουσιοτήτων και της γενικής δομής της λογικής του Χέγκελ μπορούμε να προβούμε στην ακόλουθη λογική υπόθεση. Η παραπάνω ομοιότητα δεν είναι άλλη παρά η ιδιαίτερη απεικόνιση της κίνησης του αναπτυσσόμενου αντικειμένου. Η σταδιοποιητική διαδικασία (στην συγκεκριμένη περίπτωση των τεσσάρων σταδίων) συνιστά την ουσία της διαλεκτικής λογικής καθεαυτής ενώ οι ποικίλοι προσδιορισμοί της (π.χ., είναι, ουσία, φαινόμενο, πραγματικότητα) συνιστούν τις μορφές εξωτερίκευσης της. Εδώ δεν ισχυριζόμαστε ότι η σταδιοποιητική διαδικασία ενυπάρχει ως τέτοια αποκλειστικά εντός των πλαισίων του διαλεκτικού λόγου, αλλά ότι στην τελευταία η σταδιοποιητική διαδικασία διαφοροποιείται σε σχέση με τις υπόλοιπες μορφές του νοείν.  Επιπλέον, όταν μιλάμε για την ουσία της διαλεκτικής λογικής, η τελευταία εξετάζεται ως μια διαδικασία που την χαρακτηρίζει η ιδιαίτερη της αυτοκίνηση. Κατ’αυτόν τον τρόπο, με το όρο διαλεκτική εννοούμε την ενότητα της Επιστήμης της Λογικής με την Λογική του Κεφαλαίου και την Λογική της Λογικής της Ιστορίας. Άρα ο όρος ουσία της διαλεκτικής είναι εν πολλοίς σχηματικός, αυτό όμως που θέλει να περιγράψει  είναι οι αφαιρετικές θεμελιακές δομές που βρίσκονται πίσω από τον διαλεκτικό λόγο.
Κατ’αυτόν τον τρόπο, η αναπαράσταση της κίνησης σε τέσσερα στάδια (φάσεις) συνιστά ένα θεμελιώδες στοιχείο της εγελιανής λογικής και ως εκ τούτου και της μαρξικής. Επιπλέον, η λογική του Μαρξ κατά την εξέταση του φαινομένου διαφοροποιείται από την λογική του Χέγκελ. Στην  Επιστήμη της Λογικής, ο Χέγκελ  προσεγγίζει το φαινόμενο ως ήδη αναπτυγμένο, η  ιστορικότητα του φαινομένου ταυτίζεται  κατά κύριο λόγο με την ανάπτυξη του λόγου και συγκεκριμένα συνιστά ανηρημένη στιγμή του τελευταίου. Αντίθετα, στο Κεφάλαιο ο Μαρξ κατά την εξέταση των μορφών της αξίας μελετά το γίγνεσθαι και την ιστορικότητα (η τελευταία εξάγεται από την πορεία της λογικής ανάλυσης και αναπαράστασης της κίνησης του αντικειμένου ) της σχέσης σχετική και ισοδύναμη μορφή και της σχέσης αξίας και αξίας χρήσης.
Για ποιό λόγο ο Μαρξ προβαίνει σε ένα τέτοιο είδος εξέτασης;
Στο επίπεδο του φαινομένου εξετάζεται η ενότητα του Είναι και της Ουσίας, της αξίας χρήσης και της αξίας, η οποία έγινε άμεση. Η ανώτερη μορφή αυτής της σχέσης και η πλέον θεμελιώδης για την κεφαλαιοκρατία δεν είναι άλλη από το χρήμα που συνιστά το γενικό εμπόρευμα. Με μια πρώτη ματιά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μορφές του φαινομένου συνιστούν υπαναχώρηση από τον λογικό τρόπο εξέτασης του αντικειμένου. Αυτό  που εξετάζεται πλέον εδώ δεν είναι μια σχέση ή διαδικασία η οποία συνιστά εμμενές στοιχείο του αντικειμένου της έρευνας αλλά μια ιστορική εξέταση ενός ευρύτερου αντικειμένου, η οποία διεξάγεται κατά κύριο λόγο μέσω του λογικού τρόπου, των σχέσεων σχετικής μορφής της αξίας και ισοδύναμης μορφής και αξίας και αξίας χρήσης γενικά. Αυτή η εξέταση όμως πραγματοποιείται από τη σκοπιά της ανώτερης μορφής της αντίθεσης μεταξύ της αξίας και της αξίας χρήσης, η οποία είναι εγγενής στην κεφαλαιοκρατία. Για παράδειγμα, στην απλή μορφή της αξίας, η έννοια της αξίας και κατά συνέπεια η έννοια της αξιακής έκφρασης αποτελούν προβολή εννοιών που προσιδιάζουν κατά κύριο λόγο σε ανώτερης τάξης φαινόμενα, τα πράγματα που ανταλλάσσονται εδώ δεν αντικρίζουν καθόλου το ένα το άλλο σαν εμπορεύματα, αλλά σαν προϊόντα ή αξίες χρήσης[22].  Για αυτό το λόγο ο Μαρξ στο κεφάλαιο Το προτσές της ανταλλαγής, επαναπροσδιορίζει το εννοιολογικό πλαίσιο της απλή μορφής της αξίας ως χ αντικείμενο χρήσης Α= ψ αντικείμενο χρήσης Β[23]. Παρόλα αυτά στην προκείμενη περίπτωση των μορφών της αξίας, το γεγονός ότι σχέσεις που ανήκουν σε κατώτερη τάξη φαινομένων προσλαμβάνονται και εξετάζονται κατά κύριο λόγο από την εννοιολογική και σχεσιακή σκοπιά της ωριμότητας, αυτό είναι καθ’όλα νόμιμο γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η σχέση της αξίας και της αξίας χρήσης στην κεφαλαιοκρατία και όχι η διαδικασία της ανταλλαγής στην πρωταρχική της εμφάνιση. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτό που υποστηρίζουμε εδώ, δεν είναι  ότι κατά την λογική αναπαράσταση του ώριμου αντικειμένου τα αρχικά στάδια αναπαρίστανται μέσω των εννοιών της ωριμότητας, αυτό είναι μια άλλη προβληματική που δεν μας αφορά αυστηρά στην παρούσα εξέταση και ανήκει στην προβληματική της συσχέτισης λογικού και ιστορικού τρόπου εξέτασης κατά την αναπαράσταση του ώριμου αντικειμένου. Αντίθετα, υποστηρίζουμε ότι η ίδια η εξέταση των μορφών της αξίας συνιστά μια τρόπο τινά γενικευμένη λογική (και ιστορική σε ένα δεύτερο βαθμό) εξέταση ενός άλλου αντικειμένου, των σχέσεων ανταλλαγής γενικά, όχι όμως για την αποκάλυψη της ουσίας και των νομοτελειών της ανταλλαγής ως αντικειμένου, αλλά για την αποκάλυψη της νομοτελούς διαδικασίας εμφάνισης της ανεπτυγμένης σχέσης της αξίας και της αξίας χρήσης στην κεφαλαιοκρατία, δηλαδή για την αποκάλυψη της νομοτελούς διαδικασίας εμφάνισης του χρήματος. Είδαμε ότι η μορφή του χρήματος είναι μόνο η κολλημένη σ’ένα δοσμένο εμπόρευμα αντανάκλαση των σχέσεων όλων των εμπορευμάτων. Επομένως μόνο γι’αυτόν που ξεκινάει από την ολοκληρωμένη μορφή του χρήματος για να αναλύσει κατοπινά, αποτελεί ανακάλυψη ότι το χρήμα είναι εμπόρευμα[24]. Στον Χέγκελ η εξέταση του φαινομένου δεν μπορεί να αποκτήσει αυτή τη μορφή για τον απλούστατο λόγο ότι το αντικείμενο που αναπαριστά είναι το απόλυτο όλο[25] που πριν από αυτό δεν υπάρχει ούτε το κάτι ούτε το πριν, στον Μαρξ όμως η εξέταση της κεφαλαιοκρατίας απαιτεί η νόηση να διερευνήσει και πτυχές του αντικειμένου από το οποίο η ίδια αναδύθηκε.
Εάν η εξέταση του φαινομένου του εμπορεύματος άρχιζε απευθείας με τη χρηματική μορφή τότε δεν θα γινόταν κατανοητός ο μηχανισμός με τον οποίο το εμπόρευμα γίνεται χρήμα. Κατ’αυτόν τον τρόπο, η λογική των μορφών της αξίας ως ένα είδος υπαναχώρησης από τον λογικό τρόπο εξέτασης του αντικειμένου της έρευνας και μελέτης ενός ευρύτερου αντικειμένου, είναι αναγκαία για την αποκάλυψη της διαδικασίας με την οποία το χρήμα έγινε εμπόρευμα. Διαδικασίας η αναπαράσταση της οποίας επιτρέπει τον συσχετισμό του χρήματος με το εμπόρευμα κα το πέρασμα στην εξέταση των σχέσεων Ε-Χ –Ε και Χ-Ε-Χ.  Η δυσκολία δεν βρίσκεται στην κατανόηση του γεγονότος ότι το χρήμα είναι εμπόρευμα, αλλά στο πώς, γιατί, με ποιόν τρόπο το εμπόρευμα έγινε χρήμα[26].