δείτε όλο το κείμενο εδώ..
Η πορεία ανάδυσης της Χρυσής Αυγής
Μετά από αυτή την απαραίτητη ιστορική αναδρομή, θα περάσουμε τώρα στην περιγραφή και ανάλυση τόσο της σχέσης συντηρητικών και φασιστών στην Ελλάδα όσο και των ιδιαίτερων παραγόντων που την καθόρισαν τα τελευταία πέντε χρόνια, στοχεύοντας να αναδείξουμε τις παραλληλίες με τη Γερμανία και την Ιταλία όσο και τις ιδιαιτερότητες του ελληνικού κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Πρώτος σταθμός μας θα είναι η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα λίγους μήνες μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008.
Όπως είδαμε οι φασίστες είναι κυρίως ένας εφεδρικός στρατός που ενεργοποιείται όταν η άρχουσα τάξη συνειδητοποιεί ότι χάνει ή κινδυνεύει να χάσει τον έλεγχο. Στην Ελλάδα μετά τη μεταπολίτευση το είδαμε για πρώτη φορά, σύμφωνα με τον συγγραφέα και δημοσιογράφο Τάσο Κωστόπουλο, να συμβαίνει μετά τον Δεκέμβρη27. Είναι η πρώτη φορά που το κράτος και το κεφάλαιο με τους φορείς του, είτε πρόκειται για την αστυνομία και τον στρατό είτε για τη γνωστή υπηρεσία εφέδρων η οποία έστησε τον Άγιο Παντελεήμονα, επιχειρεί κάτι τέτοιο. Τον Δεκέμβρη το κράτος, η άρχουσα τάξη και η οργανική τους διανόηση διαπίστωσαν ότι σε συνθήκες πανικού είχαν, στη πραγματικότητα, χάσει τον έλεγχο. Το κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας δεν διέθετε πλέον μηχανισμούς πολιτικής καταστολής σε επίπεδο γειτονιάς. Έτσι επιχειρήθηκε να στηθούν από το μηδέν και πειραματικά νέοι μηχανισμοί και η αρχή έγινε σε μια γειτονιά με πρόβλημα. Ο νυχτοφύλακας της ιστορίας επιστρέφει στην πολιτική πραγματικότητα και αρχίζει να αναπτύσσεται με συγκεκριμένες πολιτικές του κατεστημένου. Η περιοχή μετατρέπεται σταδιακά σε γκέτο όπου η Χρυσή Αυγή αποκτά μεγάλο έλεγχο και επιρροή.
Ενώ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη αυτή η διεργασία, η χώρα οδηγείται σε εκλογές στις 4 Οκτωβρίου του 2009. Η νέα κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου σύντομα δείχνει να κινείται σε κατεύθυνση αντίθετη με τις προεκλογικές της υποσχέσεις και τον Μάιο του 2010 υπογράφει δανειακή σύμβαση με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τότε ξεκινά μια βίαιη επίθεση στα χαμηλά και μεσαία κοινωνικό-οικονομικά στρώματα της χώρας η οποία δεν έχει λάβει ακόμα τέλος. Τον Νοέμβριο του 2010 διεξάγονται αυτοδιοικητικές εκλογές, όπου το εκλογικό σώμα δεν φαίνεται να εκφράζει έντονα την αντίθεσή του στην ασκούμενη πολιτική. Σε γενικές γραμμές, οι περιφέρειες μοιράζονται ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, το κυβερνόν κόμμα δεν πλήττεται ιδιαίτερα και η εικόνα μοιάζει «φυσιολογική» σε όλη τη χώρα εκτός από το Δήμο της Αθήνας. Εκεί η Χρυσή Αυγή λαμβάνοντας ποσοστό 5,29% κερδίζει για πρώτη φορά έδρα στο δημοτικό συμβούλιο και εκλέγει δημοτικό σύμβουλο Αθηναίων τον πρόεδρό της Νίκο Μιχαλολιάκο. Η επιτυχία αυτή της Χρυσής Αυγής στηρίζεται εν πολλοίς στο έκτο εκλογικό διαμέρισμα που περιλαμβάνει και τον Άγιο Παντελεήμονα, όπου έλαβε ποσοστό περίπου 14%28.
Μετά από ένα χρόνο μνημονιακής πολιτικής, η κοινωνική οργή αυξάνεται και τον Ιούνιο του 2011 ξεσπά το κίνημα των Αγανακτισμένων. Είναι το πρώτο δείγμα ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας δεν θα αντέξει για πολύ καιρό ακόμα στη παρούσα του μορφή. Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά το γεγονός πως είναι αρκετά διαδεδομένη η ιδέα ότι οι Αγανακτισμένοι γιγάντωσαν τη Χρυσή Αυγή, αυτό δεν επιβεβαιώνεται. Αντιθέτως φαίνεται πως η εκλογική της επιρροή, το διάστημα εκείνο αλλά και το αμέσως επόμενο κινείται σταθερά στο 1-1,5%29. Με το πέρας του καλοκαιριού, ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει και οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου μετατρέπονται σε διαδηλώσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής, στις 31 Οκτωβρίου ο Γιώργος Παπανδρέου ανακοινώνει την πρόθεσή του για διενέργεια δημοψηφίσματος με το ερώτημα της έγκρισης της νέας δανειακής σύμβασης ενώ στις 3 Νοεμβρίου μετά τη συμμετοχή του στη διάσκεψη των G20 στις Κάννες και τις ισχυρές διεθνείς πιέσεις που δέχθηκε αποσύρει την πρότασή του. Αυτό είναι και το πολιτικό τέλος του Γιώργου Παπανδρέου, καθώς στις 6 Νοεμβρίου παραδίδει ουσιαστικά την πρωθυπουργία και πέντε μέρες μετά σχηματίζεται η κυβέρνηση Παπαδήμου. Από αυτό το σημείο και μετά η πολιτική τοπογραφία θα αναδιαταχθεί πλήρως.
Η κυβέρνηση Παπαδήμου και η ψήφιση του Μνημονίου ΙΙ τον Ιανουάριο του 2012 αποδεικνύεται πως αποτελούν ορόσημο για την άνοδο και σταθεροποίηση της Χρυσής Αυγής στην κεντρική πολιτική σκηνή. Η ακροδεξιά έχει νομιμοποιηθεί με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου ενώ η κατάρρευσή του αφήνει μεγάλο περιθώριο επέκτασης στη Χρυσή Αυγή30. Δύο επιπλέον αμιγώς πολιτικοί λόγοι συντελούν στην άνοδο της Χρυσής Αυγής: πρώτον, η ανάδειξη του μεταναστευτικού σε βασικό άξονα της προεκλογικής περιόδου και οι συνεχείς επιχειρήσεις εναντίον των μεταναστών που ξεκινούν από το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και δεύτερον ένα διάχυτο αίσθημα απώλειας της εθνικής κυριαρχίας που δημιουργείται από το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος των αποφάσεων λαμβάνεται εκτός της χώρας.
Τον Μάιο-Ιούνιο του 2012, η χώρα οδηγείται σε διπλές εκλογές όπου αποτυπώνεται πλήρως η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού δικομματικού πολιτικού συστήματος. Η Νέα Δημοκρατία πετυχαίνει μια πύρρειο νίκη με διαφορά 2,7% από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο παλιός δικομματισμός συγκεντρώνει 42% και η Χρυσή Αυγή εισέρχεται στο κοινοβούλιο με ποσοστό 6,9%. Σύμφωνα με την ανάλυση του φασισμού σε 5 στάδια που προτείνει ο Πάξτον, η Χρυσή Αυγή περνά στο δεύτερο στάδιο, σε αυτό της εδραίωσης του φασιστικού κινήματος στο πολιτικό σύστημα31.
Μετά τις εκλογές βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο, πρωτόγνωρο πολιτικό περιβάλλον ελκυστικό κι επικίνδυνο για τους θεωρητικούς αναλυτές και τους παίκτες της πολιτικής. Αμέσως μετά λοιπόν θα επιχειρήσουμε μια ανάλυση της τρέχουσας πολιτικής συνθήκης και στο τελευταίο μέρος θα παρακολουθήσουμε τους πολιτικούς σχεδιασμούς που φαίνεται να καλλιέργησαν το φλερτ Νέας Δημοκρατίας και Χρυσής Αυγής και θα εξετάσουμε μερικές εκτιμήσεις και προοπτικές για το μέλλον μετά τα γεγονότα της 28ης Σεπτεμβρίου.
Ελλάδα όπως… Βαϊμάρη(;)
Με αφορμή τη δημοσιονομική και οικονομική κρίση επιβάλλεται στην Ελλάδα ένα καθεστώς εξαίρεσης. Η κρίση και η κατάσταση εξαίρεσης εμφανίζονται σε στενή σχέση, πράγμα που είχε επαναληφθεί στο παρελθόν. Όπως το είχε διατυπώσει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου πριν η οικονομική κρίση χτυπήσει την Ελλάδα, «η νομοθετική και πολιτική βία γίνεται από έκτακτος, εξωοικονομικός παράγοντας, οργανικό κομμάτι της νέας καπιταλιστικής οικονομίας»32.
Ουσιαστικά εδώ και είκοσι περίπου μήνες η χώρα ζει σε συνθήκες εκείνου που ο Αγκάμπεν όρισε ως «κατάσταση εξαίρεσης», όπου η ανάγκη, πραγματική ή κατασκευασμένη, έχει μετατρέψει σε κανόνα την εξαίρεση33. Η κυβέρνηση λειτουργεί πλέον με διατάγματα, τις λεγόμενες «πράξεις νομοθετικού περιεχομένου». Το Σύνταγμα στο άρθρο 44, παράγραφος 1, ορίζει ρητά ότι «σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί, ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου, να εκδίδει πράξεις νομοθετικού περιεχομένου». Το 2012 εκδόθηκαν τόσες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου όσες είχαν εκδοθεί αθροιστικά την προηγούμενη δεκαετία. Ζητήματα όπως η αύξηση της εγγύησης του Δημοσίου προς την Τράπεζα της Ελλάδος στα 30 δισ., η εφαρμογή του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2012-2015, καίρια θέματα δημοσίων επενδύσεων, η εργασιακή εφεδρεία, η μείωση του κατώτατου μισθού, η κεφαλαιακή ενίσχυση των πιστωτικών ιδρυμάτων, το κλείσιμο της ΕΡΤ και η ιδιωτικοποίηση των ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΟΔΙΕ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΤΑ, καθώς και των σημαντικότερων λιμανιών της χώρας, διευθετήθηκαν με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου34.
Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται ως πολιτική δύναμη που αναιρεί το Σύνταγμα και επιχειρεί να θεμελιώσει το κράτος εκτάκτου ανάγκης. Όταν η κατάσταση εξαίρεσης τείνει να γίνει ο κανόνας, οι θεσμοί και οι ισορροπίες των δημοκρατικών συνταγμάτων δεν μπορούν να λειτουργήσουν και το ίδιο το όριο ανάμεσα στη δημοκρατία και τον απολυταρχισμό μοιάζει να καταλύεται. Ο Αγκάμπεν θεωρεί την κατάσταση εξαίρεσης «κατώφλι της απροσδιοριστίας ανάμεσα στη δημοκρατία και στην απολυταρχία»35. Όπως υποστηρίζει και ο Σλαβόι Ζίζεκ η μόνη βεβαιότητα είναι πως, αν αφήσουμε το σύστημα να προχωράει απερίσπαστο προς την κατεύθυνση που προχωράει, τότε κινούμαστε προς τη δημιουργία μιας νέας απολυταρχικής κοινωνίας. Για τον ίδιο, ο γάμος, η άρρηκτη σχέση ανάμεσα σε καπιταλισμό και δημοκρατία έχει πλέον διαρρηχθεί, πήραν διαζύγιο36.
Ο Αγκάμπεν υποστηρίζει ότι η κατάσταση εξαίρεσης έγινε η κανονική μορφή, η κανονική τεχνική διακυβέρνησης.
«Έχουμε φθάσει σε μια μεταγενέστερη εξέλιξη αυτού του παραδείγματος, υπό την έννοια ότι η κατάσταση εξαίρεσης έχει διαχυθεί στο επίπεδο του πλανήτη, άρα δεν χρειάζεται να κηρυχθεί ως τέτοια. Είναι μια κατάσταση ομαλή που αλλάζει κάθε έννοια της πολιτικής, διότι, αφού η κατάσταση εξαίρεσης είναι ο κανόνας, το διεθνές δίκαιο, τα εσωτερικά δίκαια αλλάζουν εντελώς… Γι’ αυτό και σήμερα δεν είναι τόσο ο νόμος αλλά τα έκτακτα μέτρα, τα διατάγματα, η αστυνομία. (…) το κοινοβούλιο επικυρώνει έκτακτα διατάγματα που εκδίδει η κυβέρνηση, τα οποία μετατρέπονται σε νόμους. Εδώ το βλέπουμε καθαρά, το εκτελεστικό είναι αυτό που νομοθετεί»37.
Η σύνδεση της κατάστασης εξαίρεσης με το δικαίωμα αυταρχίας της εξουσίας σε ορισμένες συνθήκες που αυτή το κρίνει αναγκαίο ορίστηκε και από τον ακραία συντηρητικό Γερμανό θεωρητικό του δικαίου Καρλ Σμιτ, κατά την περίοδο που κλονιζόταν η δημοκρατία της Βαϊμάρης. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης συνδέεται με την αναστολή ολόκληρης της υφιστάμενης τάξης. Το κράτος αναστέλλει την ισχύ του δικαίου βάσει του δικαιώματος της αυτοσυντήρησής του και η απόφαση παύει να εξαρτάται από κάθε κανονιστικό εμπόδιο38.
Στη Γερμανία, ο Έμπερτ, πρόεδρος του Ράιχ, είχε υπογράψει 42 διατάγματα μόνο το 192339. Η πρακτική αυτή θα φτάσει στο αποκορύφωμά της την περίοδο του Μπρίνινγκ ο οποίος κυβέρνησε το 1930-1932 με αναγκαστικά διατάγματα: 5 το 1930, 44 το 1931 και 66 το 1932, ενώ η ψήφιση νόμων αντίστροφα μειωνόταν: 98 το 1930, 34 το 1931 και 5 το 193240. Ο Καρλ Σμιτ έγραψε ότι «κανένα Σύνταγμα στη γη δεν νομιμοποίησε με τέτοια ευκολία ένα πραξικόπημα όπως το Σύνταγμα της Βαϊμάρης»41. Αυτή η παρατήρηση αποδεικνύει ότι η τάση που αναπτύσσεται στην Ελλάδα του μνημονίου, να παρακάμπτεται, δηλαδή, η δημοκρατική νομιμότητα στο όνομα της κρισιμότητας της κατάστασης, είναι πορεία σε επικίνδυνα μονοπάτια.
Ναζί-ΝΔ: Το χρονικό ενός έρωτα
Όπως είπαμε οι συντηρητικοί και οι ναζί τείνουν να έρχονται αρκετά κοντά και πολλές φορές μάλιστα να συγκυβερνούν. Η κατάσταση εξαίρεσης αναλύθηκε διότι μας βοηθά να κατανοήσουμε μία συνθήκη η οποία χαρακτηρίζει ολόκληρο το πολιτικοκοινωνικό γίγνεσθαι σε τέτοιες περιόδους. Έτσι λοιπόν, αυτή η συνθήκη, επιβαλλόμενη εν είδει αναγκαιότητας, διαπερνά οριζόντια όλα τα υποκείμενα του πολιτικού φάσματος. Σε αυτό το σημείο θα μας απασχολήσουν τα μετέωρα βήματα προς τη συνεργασία ναζί και συντηρητικών στην Ελλάδα του Μνημονίου, δηλαδή οι κυριότεροι σταθμοί από τους οποίους πέρασε το φλερτ ανάμεσα σε Χρυσή Αυγή και Νέα Δημοκρατία. Τελευταίοι σταθμοί σε μία προηγούμενη περίοδο διαρκούς σύγκλισης είναι η δολοφονία του Παύλου Φύσσα και οι συλλήψεις των βουλευτών της Χρυσής Αυγής στη συνέχεια.
Την αρχή έκανε τον Ιούνιο του 2013, μόλις ένα χρόνο μετά τις εκλογές, ο γενικός γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου, Παναγιώτης Μπαλτάκος, όταν μιλώντας σε δημοσιογράφους χαρακτήρισε απευκταίο αλλά όχι απίθανο ενδεχόμενο τη συνεργασία της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή, ενώ ανάλογες θετικές δηλώσεις για τη Χρυσή Αυγή είχαν κάνει κατά καιρούς και άλλα προβεβλημένα κυβερνητικά στελέχη (Α. Λοβέρδος, Φ. Κρανιδιώτης, Π. Ψωμιάδης, Β. Πολύδωρας, κ.ά.)42. Όλα φάνταζαν τόσο αρμονικά για την σχέση ΝΔ – Χρυσής Αυγής, όταν δημοσιογράφος του Σκάι ανέφερε ότι απέναντι σε ένα ενδεχόμενο εξόδου της χώρας από το ευρώ, το κυβερνόν κόμμα θα πρέπει να συμμαχήσει με μια πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή43. Το σημείο στο οποίο η ένταξη των φασιστών στην κυβέρνηση θα ήταν μονόδρομος, φαινόταν να βρίσκεται κοντά και έτσι, οι αναγκαίες επιλογές θα έπρεπε να γίνουν για να προετοιμάσουν το πεδίο για αυτές τις εξελίξεις.
Άλλωστε ακόμα και αυτή η ίδια η βία των φασιστικών συμμοριών στον δρόμο, τις περισσότερες περιπτώσεις επιτελούσε κάποιον θετικό για το κράτος ρόλο που δεν μπορούσε να καλύψει η κρατική βία. Μερικές μέρες πριν τη δολοφονία του Φύσσα, η Χρυσή Αυγή επιτίθεται σε μέλη του ΚΚΕ στο Πέραμα. Η επίθεση αυτή προσιδιάζει ακριβώς σε αυτό που αναφέραμε ιστορικά ως καλή υπηρεσία στην άρχουσα τάξη. Ένας από τους λόγους για τους οποίους οι εφοπλιστές φεύγουν από την Ελλάδα είναι το υψηλό κόστος της εργατοώρας, που διατηρούν οι εργαζόμενοι μέσα από τις δημοκρατικές διεκδικήσεις τους. Πυρήνας αυτών των διεκδικήσεων ήταν η αριστερά του Περάματος που συσπειρωνόταν σε μεγάλο βαθμό στο ΚΚΕ44. Ταυτόχρονα προωθείται και διαφημίζεται η δημιουργία σωματείου των φασιστών στη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη του Περάματος. Έτσι λοιπόν επιχειρούν να περάσουν το μήνυμα εκφοβισμού και βίας απέναντι σε οποιονδήποτε δεν είναι στο σωματείο των φασιστών. Επίσης, θα είναι δύσκολη η ανεύρεση εργασίας χωρίς το συγκεκριμένο σωματείο, αφού αυτό θα συνεργάζεται αρμονικά με τους εφοπλιστές45. Αξίζει να τονιστεί ότι ιστορικά η βία, σε συνδυασμό με την ιδεολογική χειραγώγηση και τις παράλληλες εργατικές οργανώσεις, ήταν από τους κυριότερους λόγους που τα φασιστικά κινήματα κατάφεραν να ουδετεροποιήσουν την εργατική τάξη απέναντί τους αλλά και να διεισδύσουν σε αυτήν, σε Ιταλία και Γερμανία46.
Εξίσου πρόθυμα δέχεται η άρχουσα τάξη και τις υπηρεσίες που προσέφεραν οι φασίστες σχετικά με τους μετανάστες. Οι επιθέσεις της Χρυσής Αυγής δημιουργούν ένα εχθρικό κλίμα για τους μετανάστες και διευκολύνουν την κυβερνητική –και Ευρωπαϊκή– πολιτική για να εξωθηθούν οι μετανάστες να κάνουν χρήση των προγραμμάτων επαναπατρισμού. Είναι η προτροπή «να κάνουμε τη ζωή δύσκολη στους μετανάστες», που αναφώνησε ο Άδωνις Γεωργιάδης, εφαρμοσμένη στην πράξη…47 Οι επιθέσεις σε μετανάστες είναι “καλές” και επειδή κάνουν τον εργαζόμενο μετανάστη πιο αδύναμο ώστε να μην μπορεί να διεκδικήσει τίποτα από το αφεντικό, ούτε καν τα δεδουλευμένα, λόγω του φόβου που του δημιουργείται, με αποτέλεσμα μακροχρόνια να μειώνουν το μεροκάματό τους και να αυξάνουν την αποσπώμενη υπεραξία.
Τις τελευταίες εβδομάδες πριν τη δολοφονία, εκτός από τις παραπάνω επιθέσεις είχαμε και μια ανεξέλεγκτη δράση που όπως είδαμε ιστορικά, δεν είναι ιδιαίτερα αρεστή στους συντηρητικούς. Έτσι βλέπουμε τους Χρυσαυγίτες να επιτίθενται σε θεσμικούς φορείς όπως στον δεξιό δήμαρχο του Μελιγαλά και στο Βίτσι να διώχνουν τη Μαρία Αντωνίου, βουλευτή της ΝΔ, από την επέτειο της νίκης εναντίον των κομμουνιστών48. Βέβαια, αυτές οι κινήσεις από μόνες τους δεν ήταν ικανές να ανατρέψουν τους σχεδιασμούς. Κατόπιν όμως εμφανίστηκαν δημοσκοπήσεις που έδειχναν τη Χρυσή Αυγή σε απόσταση 6,5 μονάδων από τη ΝΔ, απόσταση που θα μπορούσε εύκολα να μειωθεί αν σκεφτεί κανείς την πιθανότητα ψήφισης ακόμα ενός αντιλαϊκού μνημονίου. Καθοριστικές ήταν και οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν τον Ηλία Κασιδιάρη πρώτο στις προτιμήσεις για τον Δήμο της Αθήνας49. Όλα αυτά θα μπορούσαν οριακά να τα διαχειριστούν οι συντηρητικοί, προσπαθώντας να υφαρπάξουν ψήφους από την κοινή δεξαμενή με τους φασίστες δια της διαρροής σκανδάλων ή της σύλληψης κάποιου μεμονωμένου φασίστα, χαμηλόβαθμου στελέχους της οργάνωσης. Όμως η δολοφονία του Φύσσα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και το λαϊκό κίνημα η δύναμη που το έριξε κάτω και το έσπασε. Μετά από αυτό ακόμη και οι συντηρητικές ελίτ της Ε.Ε. που έτσι και αλλιώς στέκονταν αρνητικές απέναντι στη φασιστική κινητοποίηση, αναγκάστηκαν να εντείνουν τις πιέσεις τους.
Ενώ η ΝΔ φαίνεται πως έχει απορροφήσει την λαϊκή οργή για την ΕΡΤ, ένα δεύτερο μεγάλο πολιτικό γεγονός χρεώνεται από κοινού αυτή τη φορά στο κράτος και το παρακράτος. Δεκάδες χιλιάδες κόσμου βγαίνουν στους δρόμους και μάλιστα εν μέσω κλαδικών απεργιών διαρκείας. Μεγάλο μέρος των διαδηλωτών συγκρούεται με την αστυνομία έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής σε όλη την Ελλάδα. Η κυβέρνηση αρχίζει να πιστώνεται ένα όλο και μεγαλύτερο πολιτικό κόστος καθώς η λαϊκή αίσθηση είναι πως η αστυνομία ήταν παρούσα και έμεινε άπραγη στη δολοφονία και λίγες μέρες μετά αναλαμβάνει την προστασία των φασιστών.
Η Νέα Δημοκρατία έχει τώρα τη μοναδική ευκαιρία να πετύχει τον επαναπατρισμό ψηφοφόρων από τη Χρυσή Αυγή αλλά και να εμφανιστεί ως εγγυητής του δικαίου και της δημοκρατίας. Ταυτόχρονα θέτουν σε εφαρμογή τη θεωρία των δύο άκρων ασκώντας διώξεις με τη χρήση του ίδιου ακριβώς άρθρου του ποινικού κώδικα και εντός του λαϊκού κινήματος όπως συνέβη στις Σκουριές Χαλκιδικής και μάλιστα τρείς μέρες πριν συλληφθούν οι Χρυσαυγίτες50.
Συμπέρασμα
Στην παρούσα εργασία ξεκινήσαμε από τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και κινηθήκαμε με βάση το αισθητηριακά συγκεκριμένο, δηλαδή τις ευθύνες της αστυνομίας στο περιστατικό. Αναδείξαμε λοιπόν τις σχέσεις της αστυνομίας με τον ναζισμό ιστορικά και φωτίσαμε τους όρους που ευνοούν μια τέτοια σχέση. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίσαμε την ανοχή ή και προώθηση των ναζί εκ μέρους του κατεστημένου με αποτέλεσμα η στάση της αστυνομίας να γίνεται πλέον αντιληπτή ως σύμπτωμα του status quo. Το κοινωνικό και πολιτικό υπόστρωμα που έφερε τον φασισμό στο πολιτικό προσκήνιο ήταν η οικονομική και κοινωνική κρίση που μάστιζε την Ιταλία και τη Γερμανία. Οι σχέσεις των συντηρητικών ελίτ με τους φασίστες δεν εξελίσσονταν γραμμικά, όμως τελικά οι πρώτες αποφάσισαν ότι η συνεργασία θα έφερνε περισσότερα πλεονεκτήματα παρά μειονεκτήματα.
Στη συνέχεια επιστρέψαμε στην Ελλάδα όπου είδαμε τους σταθμούς από τους οποίους πέρασε η ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής. Εκεί συμπεράναμε ότι από τις παρακρατικές επιλογές μετά τον Δεκέμβρη του 2008 μέχρι τις παραινέσεις μερίδων της άρχουσας τάξης, το κατεστημένο ανέχτηκε και προώθησε τον φασισμό. Κατόπιν έχοντας κατά νου ότι το δημοκρατικό σύνταγμα της Βαϊμάρης βοήθησε όσο τίποτα άλλο την άνοδο του φασισμού, αναλύσαμε την κατάσταση εξαίρεσης στην Ελλάδα και διεθνώς, σαν έναν σημαντικό παράγοντα για την τροφοδότηση του φαινομένου.
Εν τέλει, εκτιμήσαμε ότι παρόλο που η συνεργασία ΝΔ και Χρυσής Αυγής δεν ήταν μακριά, τη διαδικασία σύγκλισης διέκοψαν δράσεις της φασιστικής οργάνωσης που πάντοτε ενοχλούσαν τους συντηρητικούς. Ο κυριότερος παράγοντας ήταν η άστοχη γενικευμένη βία με τραγικό αποκορύφωμα τη δολοφονία του Φύσσα. Μετά και από τις αντιδράσεις του λαϊκού κινήματος η ΝΔ αναγκάζεται να πάρει μία επιλογή-σταθμό και πλέον μετά τις συλλήψεις της 28ης Σεπτεμβρίου μπαίνουμε σε μια νέα φάση.
Έτσι τίθενται μια σειρά από ερωτήματα. Ακόμα και εάν απομακρύνθηκε το ενδεχόμενο συνεργασίας με τους φασίστες, θα αναπτύξουν νέα σχέση μαζί τους οι συντηρητικές ελίτ και ποια μορφή θα λάβει αυτή; Θα αντέξει και θα συνεχίσει να υφίσταται η Χρυσή Αυγή με τη παρούσα δομή κι οργάνωση; Σημαντικό ρόλο για τις εξελίξεις θα διαδραματίσουν οι επιλογές της κυβέρνησης σχετικά με το βάθος της κάθαρσης. Θα επιχειρηθεί το σπάσιμο κάθε φιλοναζιστικού θύλακα εντός των κρατικών μηχανισμών με έμφαση στις δυνάμεις καταστολής; Θα αναζητηθούν οι χρηματοδότες της ναζιστικής οργάνωσης;
Από τη μια λοιπόν, η κυβέρνηση ενώ φαίνεται να έχει κάθε συμφέρον να χύσει άπλετο φως στις συνθήκες και τους ενόχους της δολοφονίας, δεν δείχνει να σκοπεύει να κάνει το ίδιο και για τους χρηματοδότες της Χρυσής Αυγής αλλά και τους μόνιμους δεσμούς της με κρατικούς θεσμούς όπως η αστυνομία σε ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι έτσι η ΝΔ θέλει ταυτόχρονα να διώξει από πάνω της τις κατηγορίες περί ατιμωρησίας αλλά την ίδια στιγμή, υπολογίζει να προσεταιριστεί εκ νέου μέρος του κατεστημένου και του βαθιού κράτους, που αυτό τον καιρό στήριζε τη Χρυσή Αυγή. Επιπλέον, εάν αποκαλυφθούν τα πάντα, τότε μπορεί να προκύψουν εκ νέου ευθύνες για την κυβέρνηση, ενώ με την επιλογή των μερικών επιλεκτικών διώξεων, η ΝΔ μπορεί να χρησιμοποιεί το φόβητρο των παραπέρα διώξεων προκειμένου να δομεί το ενδεχόμενο πεδίο δράσης της φασιστικής οργάνωσης51. Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο έγιναν οι συλλήψεις και πολύ περισσότερο οι μεταγωγές των κατηγορούμενων συνηγορούν στο ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να εκμεταλλευθεί πολιτικά τις διώξεις εναντίον της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής. Καλλιέργησε υψηλές προσδοκίες με τις θεαματικές μεταγωγές, την ίδια στιγμή που το παιχνίδι που παιζόταν στο παρασκήνιο, είχε νομικά και πολιτικά πολλούς άγνωστους παράγοντες. Όλοι οι φορείς εξουσίας (Δικαιοσύνη, κυβέρνηση, μερίδες της άρχουσας τάξης) βρίσκονται σε μία διαπάλη. Ακόμα και η Χρυσή Αυγή που φαίνεται να βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο συμμετέχει σε ένα εν εξελίξει παιχνίδι συγκρούσεων και συμβιβασμών. Ασφαλώς δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν και τα προσωπικά κίνητρα που επηρεάζουν τις αποφάσεις σε κάθε φάση της διαδικασίας. Οι επιμέρους αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται αποκρυσταλλώνουν σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή τον προσωρινά διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων. Υπό αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να ιδωθούν οι συγκεκριμένες αποφάσεις για αποφυλάκιση των περισσότερων της Χρυσής Αυγής που έρχονται φαινομενικά σε αντίθεση με τις συγκεκριμένες αποφάσεις για προφυλάκιση του αρχηγού και του υπαρχηγού της οργάνωσης.
Από την άλλη, δεν είναι απίθανο ότι η Χρυσή Αυγή θα μετονομαστεί και θα συνεχίσει την δράση της με άλλο όνομα, νέο καταστατικό και πιθανότατα νέα πρόσωπα. Ο Μιχαλολιάκος άλλωστε φαίνεται να κατανόησε τη νέα φάση, καθώς για πρώτη φορά απέφυγε να αποκλείσει με κάθε τρόπο τη συνεργασία με τη ΝΔ θέτοντας παράλληλα κάποιους όρους απαγορευτικούς για το σήμερα52. Ο κόμβος όπου το κατεστημένο θα επιλέξει τη φασιστική δεξιά φαίνεται να απομακρύνθηκε, όμως όσο συνεχίζουν να υπάρχουν οι όροι που τροφοδοτούν το φαινόμενο και το φλερτ, δηλαδή η καπιταλιστική οικονομική κρίση με τα αιματηρά μέτρα λιτότητας, η κατάσταση εξαίρεσης και οι λοιπές αντιδημοκρατικές εκτροπές που απαιτούνται για την επιβολή αυτών των μέτρων αλλά και ο κίνδυνος εκλογικής νίκης της αριστεράς ή συνολικής επαναστατικής ανατροπής, τόσο το ενδεχόμενο θα παραμένει ζωντανό.
Όπως αναλύει ο Σπύρος Μαρκέτος:
«Το σημερινό μπλοκ εξουσίας έχει δύο βασικές επιλογές. Α) Αποδοχή του δημοκρατικού παιχνιδιού, που δεν θ’ αργήσει όμως να φέρει στην εξουσία δυνάμεις οι οποίες αντιστρατεύονται τη σημερινή πολιτική, είτε μέσα από εκλογές είτε με εξεγέρσεις από τα κάτω, τύπου Αργεντινής ή Ισλανδίας· και Β) Η παγίωση της σημερινής εκτροπής και η έξοδος από το δημοκρατικό πλαίσιο για την κατασκευή ενός αυταρχικού καθεστώτος. Λογικά μπορεί να μεθοδευτεί με τρεις τρόπους: Α) Ψευδοκοινοβουλευτισμός, Β) Στρα- τιωτική δικτατορία, και Γ) Φασισμός»53.
Με δεδομένη τη συνέχιση της κρίσης, τη στιγμή που θα τελειώσουν τα καύσιμα του ψευδοκοινοβουλευτισμού, η αστική τάξη θα βρεθεί στριμωγμένη στη γωνία έχοντας να επιλέξει ανάμεσα σε μια αριστερή και μια αντισοσιαλιστική λύση. Ένας από τους πιο δυνατούς παίκτες του δεύτερου στρατοπέδου, δηλαδή η φασιστική δεξιά, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα ανακάμψει και θα βρίσκεται εκεί στην ώρα του για να γύρει την πλάστιγγα υπέρ του ιστορικού μπλοκ των καταπιεστών.
Όπως είδαμε, το φασιστικό κίνημα βρισκόταν στο δεύτερο στάδιο, έχοντας εδραιωθεί στο πολιτικό σύστημα, ενώ υπήρχαν εν εξελίξει διεργασίες για να περάσει στο επόμενο στάδιο αγγίζοντας την εξουσία. Ο Πάξτον σχολιάζει σχετικά ότι «παρ’ όλο που κάθε στάδιο αποτελεί προϋπόθεση για το επόμενο, κανείς δεν περιμένει από ένα φασιστικό κίνημα να πληροί και τα πέντε ή έστω να κινείται προς μία μόνο κατεύθυνση. Τα περισσότερα είδη φασισμού διέκοψαν απότομα την πορεία τους, κάποια άλλα διολίσθησαν σε πρότερο στάδιό τους και ορισμένες φορές χαρακτηριστικά από διαφορετικά στάδια εξακολούθησαν να παρατηρούνται ταυτόχρονα. Ενώ κατά τον εικοστό αιώνα οι περισσότερες φασιστικές κοινωνίες παρήγαγαν φασιστικά κινήματα, ελάχιστες είχαν φασιστικά καθεστώτα»54.
Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα ήταν μια απόδειξη ότι ο φασισμός μοιραία κάποια στιγμή φανερώνει το πραγματικό, απεχθές πρόσωπό του, προκαλώντας την ισχυρή αντίδραση της κοινωνίας. Στις εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Φύσσα, το λαϊκό κίνημα έδειξε αρκετά δυνατό για να αποκρούσει τη φασιστική βία, να οδηγήσει σε οπισθοχώρηση τη φασιστική απειλή και σε αναδίπλωση την κυβέρνηση εκμηδενίζοντας σχεδόν το ενδεχόμενο συνεργασίας στο άμεσο μέλλον, όχι όμως και τόσο ισχυρό ώστε να άρει εξ ολοκλήρου τους όρους που ευνόησαν το φαινόμενο. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στον εκφασισμό των κοινωνιών –πολλοί από τους οποίους αναλύθηκαν στο παρόν κείμενο– πρέπει να βρεθούν στο επίκεντρο στο αμέσως επόμενο διάστημα. Να τους υποσκάψει η κριτική θεωρία και να τους αντιμετωπίσει η πολιτική δράση.