Ο Γόδας εκτελέστηκε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, επειδή ήταν κομμουνιστής και μαχητής της Αντίστασης και δε δέχτηκε να υπογράψει δήλωση μετανοίας και να αποκηρύξει τις ιδέες του. Πριν μερικές μέρες, η ιστορία του Νίκου Γόδα ήταν ανηρτημένη σε όλα τα αθλητικά sites, με εκτενείς αναφορές στο έργο και την πορεία του, μέσα από μια συνέντευξη-αφήγηση, του ανιψιού του Χρήστου Γόδα, που ετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή του. Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ είναι «Ζωή στο κόκκινο» και σύμφωνα με τα λεγόμενα του δημιουργού της αποτελεί ένα φόρο τιμής στο θείο του, που πρεσβεύει τις ξεχασμένες στις μέρες μας αξίες. Δε θα επαναλάβουμε την ιστορία του, αφού όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να τη βρει και να μάθει περισσότερα από αυτά που μπορούν να χωρέσουν στο χώρο της στήλης. Θα προσπαθήσουμε να τονίσουμε ορισμένα περιστατικά της ιστορίας του Γόδα, που αποδεικνύουν γιατί ο συγκεκριμένος παίχτης έχει σημαντική θέση στην ερυθρόλευκη ιστορία, αλλά και την απόσταση που χωρίζει τις εκάστοτε διοικήσεις των επαγγελματικών ομάδων από τα θέλω και τα πιστεύω των απλών οπαδών τους.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναδειχτεί είναι ότι ο Γόδας ήταν ένας άνθρωπος που δεν συμβιβάστηκε με το ρεαλισμό της εποχής του, δεν βολεύτηκε και το κυριότερο άφησε μια άνετη ζωή για να υπηρετήσει τις ιδέες του. Παρότι είχε εξελιχθεί σε λαϊκό ήρωα με τα επιτεύγματά του στον Ολυμπιακό, αλλά και τη συμβολή του στο ρεμπέτικο και στους αγώνες για την ελευθερία, δεν συμβιβάστηκε ποτέ. Βγήκε στα βουνά, αρρώστησε, γύρισε, τον κάρφωσαν και τον συνέλαβαν. Στη «δίκη του ασύλου της Κοκκινιάς», με μάρτυρες δωσίλογους, καταδικάστηκε σε θάνατο. Δεν κατέβασε ποτέ το κεφάλι. Δε ζήτησε χάρη, ούτε παρακάλεσε κανέναν από τον Ολυμπιακό, παρότι μπορούσαν να τον σώσουν. Δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας ούτε την τελευταία νύχτα πριν την εκτέλεσή του στο νησάκι Λαζαρέτο, όταν ο διευθυντής των φυλακών της Κέρκυρας τον προσέγγισε με τη δήλωση στο χέρι. Ακόμα και στις τελευταίες του στιγμές, όταν βρέθηκε σε ηλικία 29 χρόνων μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, έδειξε ότι δεν κωλώνει και δεν ξεχνάει τις «αγάπες» του, αφού ζήτησε να φοράει την φανέλα του Ολυμπιακού στην εκτέλεση και να μην του δέσουν τα μάτια για να μπορεί να την βλέπει πριν την χαριστική βολή. Για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους, ο Γόδας ήταν παιχταράς με τα όλα του και κουβαλούσε πολλά κιλά αρχίδια.
Το δεύτερο σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι δε ζήτησε καμία βοήθεια από τον επίσημο Ολυμπιακό και τη διοίκησή του, αφού γνώριζε ότι δε θα του «συγχωρούσαν» την επιλογή του να αγωνιστεί για να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα, μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ και του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η πεποίθησή του αυτή επιβεβαιώθηκε όταν κάποιοι από την ερυθρόλευκη οικογένεια ζήτησαν από τον τότε πρόεδρο του Ολυμπιακού, το βιομήχανο Μανούσκο, να μεσολαβήσει για να τον γλυτώσει και εισέπραξαν ως απάντηση τη φράση: «Οπως έστρωσε, ας κοιμηθεί». Οπως πολύ σωστά αναφέρει ο ανιψιός του, «ο Ολυμπιακός, όπως και οι άλλες μεγάλες ομάδες που είχαν μεγάλο έρεισμα στον κόσμο, αποτελούσε πάντοτε εφαλτήριο για κάποιους να χειραγωγήσουν τις μάζες για δικό τους όφελος. Ανατρέχοντας στην ιστορία πρέπει να πούμε ότι ο Ολυμπιακός αρχικά ιδρύθηκε από τους αδερφούς Ανδριανόπουλους και μάλιστα ο ιδρυτής, ο πρώτος των αδερφών, μόλις είχε επιστρέψει από τις σπουδές του στο Κέιμπριτζ. Και τα χρώματα, το κόκκινο-άσπρο, προήλθαν από εκεί. Αυτό δείχνει ότι τουλάχιστον το διοικητικό και το ιδρυτικό καθεστώς ανήκε μάλλον στην αστική τάξη, όπως και οι Ανδριανόπουλοι. Το γεγονός ότι έγινε μετά ομάδα των προσφύγων και των εργατών, όπως ισχύει και μέχρι σήμερα, είναι κάτι που ακολούθησε την ίδρυση. Ομως, δυστυχώς, δεν σταμάτησε ποτέ η προσπάθεια χειραγώγησης του κόσμου από κάποιους με συμφέροντα οικονομικά ή πολιτικά». Αν και αναφέρεται στην περίπτωση του θείου του, είναι φανερό και στην απάντηση του Μανούσκου είναι ξεκάθαρο, ότι το ίδιο επιδιώκεται και σήμερα από τις διοικήσεις των μεγάλων ομάδων. Αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τον τρόπο που επικράτησε το δόγμα του «No politica» στην ερυθρόλευκη εξέδρα, μετά από συντονισμένη προσπάθεια των διοικήσεών του, από την περίοδο του Κόκκαλη μέχρι την προεδρία του Μαρινάκη.
Το τρίτο σημείο που αξίζει αναφοράς είναι ότι στο μουσείο του Ολυμπιακού αναφέρεται ότι ο Νίκος Γόδας εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, παρά το γεγονός ότι είναι σε όλους γνωστό ότι εκτελέστηκε στο Λαζάρετο το 1948. Αν και ο ανιψιός του έχει επικοινωνήσει με τη διοίκηση του μουσείου και τους έχει δείξει ακόμη και την εφημερίδα της κυβέρνησης που ανακοινώνει την εκτέλεση της ποινής από τη δίκη του 1945, συνεχίζεται μέχρι σήμερα να αναγράφεται ότι εκτελέστηκε από τους Γερμανούς, προφανώς γιατί κάποιοι θέλουν να διαχειριστούν την ιστορική μνήμη και να αποκρύψουν το γεγονός ότι ο Γόδας εκτελέστηκε επειδή ήταν κομμουνιστής και λοχαγός του ΕΛΑΣ.
Και μια τελευταία αναφορά που καταδεικνύει το μεγαλείο τόσο του Νίκου Γόδα όσο και όλων των απλών ανθρώπων του λαού, που έχουν ήρωες σαν κι αυτόν ως παράδειγμα προς μίμηση και σημείο αναφοράς στη ζωή τους. Ο ανιψιός του Γόδα αναφέρει ένα περιστατικό που τον έχει σημαδέψει: «Μια μέρα στον Πειραιά βλέπω μέσα σε ένα περίπτερο ενός κυρίου μεγάλης ηλικίας το κιτρινισμένο απόκομμα μιας εφημερίδας κολλημένο με πινέζα, που έγραφε για τον Νίκο τον Γόδα. Και ρωτάω τον περιπτερά γιατί το έχει αναρτημένο. "Αχ παλικάρι μου τέτοιοι άνδρες δεν υπάρχουν πια. Αυτός ήταν το πρότυπό μου και τέτοιοι δεν βγαίνουν πια. Προσηλωμένοι σε αυτά που πιστεύουν χωρίς να κουνάνε εκατοστό. Ντόμπροι και ατόφιοι", μου είπε. Κούνησα το κεφάλι μου και πριν φύγω μου λέει "εσύ γιατί με ρωτάς;". Οπότε έβγαλα την καινούργια μου ταυτότητα και του έδειξα. Μόλις το είδε βγήκε έξω από το περίπτερο, με αγκάλιασε και έβαλε τα κλάματα στη μέση του δρόμου. Τόσα χρόνια είχε θαμμένο μέσα του το θαυμασμό».
Κλείνουμε το σημείωμα – αφιέρωμα στο Νίκο Γόδα με μια φράση που την έχουμε χρησιμοποιήσει πολλές φορές, όταν αναφερόμαστε σε εκείνη την περίοδο, που ο ελληνικός λαός, με την καθοδήγηση του επαναστατικού ζαχαριαδικού ΚΚΕ, προσπάθησε δυο φορές με το όπλο στο χέρι να κάνει πράξη το όραμά του για μια λαϊκόδημοκρατική Ελλάδα. Με μια φράση που ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε όσοι δηλώνουμε και σήμερα ότι παλεύουμε για να ανατρέψουμε το καπιταλιστικό σύστημα, συνεχίζοντας στο δρόμο που χάραξαν οι παλιότεροι αγωνιστές. «Ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, είναι αγώνας για την ανατροπή του καπιταλισμού» και μέσα από την άντληση της εμπειρίας των παλιότερων αγώνων μπορούμε να χαράξουμε τη στρατηγική και την τακτική μας για τους αγώνες του σήμερα και του αύριο.