“Ο πρώτος μου έρωτας ήταν ένας γείτονας όταν ήμουν 17. Έπρεπε να παντρευτώ έτσι κι αλλιώς, οπότε σκεφτόμουν να τον παντρευτώ αμέσως. Αλλά ο πατέρας μου διαφωνούσε, ο αδερφός μου δε το συζήτησε, μου είχαν ήδη βρει γαμπρό έναν σαρανταπεντάρη που ήταν φίλος της οικογένειας και με είχαν τάξει σ’αυτόν. Παντρέυτηκα στα 18. Δύσκολα περνούσα, δε μου άρεσε, αλλά δεν είχα κι άλλη επιλογή, οπότε έμαθα αυτό που δεν μπορώ να αποφύγω τουλάχιστον να προσπαθήσω να το απολαύσω.
Να μην τα πολυλογώ, πήρα την απόφαση να φύγω με το μικρό να βρούμε την κόρη. Βρήκαμε έναν που είπε ότι θα μας βοηθήσει. Μάζεψα και τα λεφτά, πολλά λεφτά. Τα μάζευα, βοήθησαν και κάτι συγγενείς. Φανταζόμουν ότι στην Ελλάδα θα πήγαινε ο μικρός σχολείο, θα ήταν και με την αδερφή του, θα βοηθούσα κι εγώ στο σπίτι, θα έκανα και ότι δουλειά μπορούσα. Να πλέκω χαλιά ξέρω καλά, αλλά εκεί δεν έχουν είπε η μικρή. Όπως και να χει, αρχίσαμε να πηγαίνουμε. Δυο μέρες περπατούσαμε και τελικά μας πήρε ένα λεωφορείο. Ο ένας πάνω στον άλλο ήμασταν. Κάναμε πολύ δρόμο, είχα το μικρό κολλημένο πάνω μου. Πολλά πράγματα δεν πήρα μαζί, μια φωτογραφία της μάνας μου και δυο τρια χρυσαφικά. Ένα ρούχο παραπάνω για το μικρό. Φτάσαμε Τουρκία, την περάσαμε. Είχα κουραστεί πολύ. Ήθελα το σπίτι μου, τη ζεστασιά του. Αν ήξερα το ταξίδι δε θα πήγαινα. Αβάσταχτο ήταν.
Σταματάμε. Πού είμαστε; Φεύγουν! Πού πάνε; Έφυγαν. Είναι κι άλλοι εδώ που θέλουν να πάνε στην Ελλάδα, αλλά αυτοί που μας έφεραν έφυγαν. Τα χαρτιά μου. Εδώ είναι. Τι κρύο είναι αυτό; Πώ πω. Τι δείχνουν; Α, ένα ποτάμι. Τι τεράστιο;; Λες να είναι θάλασσα;; Πρέπει να το περάσουμε λένε. Με τέτοιο κρύο; Τι να κάνω; Ο μικρός λέει να το περάσουμε. Εγώ δεν ξέρω κολύμπι. Αλλάχ Αλλάχ…. Θα το περάσουμε. Γαντζώνω το παιδί πάνω μου. Έχει ο Αλλάχ.”
————————————————————————————————-
“Βαρέθηκα εδώ. Θέλω να φύγω. Όλη μου η οικογένεια πέθανε από την αρρώστια. Τόσα χρόνια άνεργος με το μεροκάματο πού και πού. Δεν μπορώ να ζήσω εδώ. Θέλω να ταξιδέψω. Να βρω μια κοπέλα που δε θα φοβάται να παντρευτούμε. Να ερωτευτώ. Να ζήσω. Θα πάω στην Ελλάδα, απέναντι είναι. Είναι και δυο φίλοι μου εκεί, θα βρώ την άκρη μου. Αυτοί φτιάχνουν βραχιόλια και βγάζουν μεροκάματο! Φαντάσου! Παράδεισος…
Αλλά ο τύπος που βρήκαμε να φύγουμε μαζί με τον Νταρά θα πάμε μέσω Τουρκίας λέει. Άντε να δούμε.
Τι ταξίδι. Έχω κουραστεί πολύ. Πέντε μέρες και ακόμα να φτάσουμε. Σταματάει το φορτηγό. Κατεβαίνουμε. Κάνει κρύο. Δεν έχω ξαναδεί τόσο κρύο. Πώς το αντέχουν τόσο κρύο; Ζαλίζομαι. Ένα ποτάμι. Πρέπει να το περάσουμε λένε και θα είμαστε στην Ελλάδα. Έφυγαν. Δεν το πιστευω. Ξέρω να κολυμπάω, αλλά αυτό με τόσο κρύο θα έχει παγώσει. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο. Ούτε να φύγω. Δεν υπάρχει κανείς εδώ να μας βοηθήσει;; Αχ θα πεθάνω από το κρύο. Ε δε γίνεται. Πρέπει να περάσω. Πάμε. Ο παράδεισος μας περιμένει…βραχιολάκια…λεφτά…ήλιος….”
————————————————————————————————-
Τρεις ακόμη νεκροί μετανάστες στον Έβρο.
Με τη ζωή τους πλήρωσαν την προσπάθεια να διασχίσουν κολυμπώντας τον ποταμό Έβρο, για να περάσουν από την Τουρκία στη χώρα μας, τρεις μετανάστες, μεταξύ των οποίων ένα 12χρονο αγόρι, με τη μητέρα του.Το πτώμα του αγοριού βρέθηκε δίπλα στην παγωμένη σορό της 59χρονης μητέρας του, στις όχθες του ποταμού Έβρου στην περιοχή Φερών, ενώ από τα έγγραφα που βρέθηκαν στα ρούχα τους προκύπτει ότι είναι Ιρανικής καταγωγής. Επίσης ακόμη ένα πτώμα άνδρα, αφρικανικής καταγωγής και ηλικίας 25 – 30 χρόνων βρέθηκε στις όχθες του Έβρου, στην περιοχή Πετράδων Διδυμοτείχου. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των αστυνομικών, ο θάνατος των τριών λαθρομεταναστών επήλθε λόγω των κακουχιών που υπέστησαν και των δυσμενών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν στην περιοχή του Έβρου.”
————————————————————————————————-
Οι σκέψεις αυτές γράφτηκαν τον Νοέμβριο του 2011 με αφορμή την είδηση που παρατίθεται παραπάνω.
Σήμερα, δύο χρόνια περίπου αργότερα, έχουν περάσει χιλιάδες ειδήσεις για νεκρούς μετανάστες στη θάλασσα. Όπως οι γυναίκες και τα παιδιά που πνίγηκαν κοντά στο Φαρμακονήσι πριν μερικές μέρες. Άνθρωποι-αριθμοί, με μια ονομασία κοινή που να περικλείει την αρνητικότητα της ζωής τους. Αλλά ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς, θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Είχαν όνειρα, φίλους, οικογένεια, αγαπημένο χρώμα, αναμνήσεις. Τώρα πια δεν έχουν τίποτα. Να μη συνηθίσουμε το τέρας.
————————————————————————————————-
Οι σκέψεις αυτές γράφτηκαν τον Νοέμβριο του 2011 με αφορμή την είδηση που παρατίθεται παραπάνω.
Σήμερα, δύο χρόνια περίπου αργότερα, έχουν περάσει χιλιάδες ειδήσεις για νεκρούς μετανάστες στη θάλασσα. Όπως οι γυναίκες και τα παιδιά που πνίγηκαν κοντά στο Φαρμακονήσι πριν μερικές μέρες. Άνθρωποι-αριθμοί, με μια ονομασία κοινή που να περικλείει την αρνητικότητα της ζωής τους. Αλλά ήταν άνθρωποι σαν κι εμάς, θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς. Είχαν όνειρα, φίλους, οικογένεια, αγαπημένο χρώμα, αναμνήσεις. Τώρα πια δεν έχουν τίποτα. Να μη συνηθίσουμε το τέρας.
ειρήνη μ.