του Δημήτρη Σαραφιανού
Το τελευταίο χρονικό διάστημα αποδεικνύεται μέρα με τη μέρα ή ακόμα και
ώρα με την ώρα ότι η ακύρωση των κοινωνικών κατακτήσεων, ο νέος
εργασιακός μεσαίωνας, πηγαίνει χέρι-χέρι με την ένταση του αυταρχισμού
και της καταστολής.
Την ώρα μόνο που γράφονται αυτές οι γραμμές, είναι νωπές οι ειδήσεις της ρατσιστικής δολοφονίας του Σαχτζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα από τους νεοναζί (με εμφανή μάλιστα τον διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης των υπόπτων από την αστυνομία σε σχέση με τους αντιφασίστες διαδηλωτές που είχαν συλληφθεί, βασανισθεί και διαπομπευθεί από τη ΓΑΔΑ), οι συλλήψεις των φοιτητών στην Κέρκυρα, οι δίκες εναντίον των φοιτητών που είχαν συλληφθεί στις διαδηλώσεις της 12ης Φλεβάρη 2012 στη Θεσσαλονίκη, οι δίκες εναντίον των κτηνοτρόφων στα Γιάννενα, οι διώξεις των διαδηλωτών ενάντια στα διόδια σε όλη την Ελλάδα, οι επιθέσεις ενάντια στο 18 Άνω (που όπως και σε κάθε πλέον περίπτωση πειθαρχικής στοχοποίησης δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να οδηγήσει στην εξόντωση της υποχρεωτικής αργίας), οι προσαγωγές Τούρκων και Κούρδων αγωνιστών που διαμαρτύρονταν έξω από την τουρκική Πρεσβεία. Με αποκορύφωμα της εβδομάδας τις οργανωμένες εισβολές στους κατειλημμένους αυτοδιαχειριζόμενους χώρους, τις μαζικές συλλήψεις, τις παραπομπές σε δίκη για κακουργηματικές πράξεις και την αθρόα επιβολή περιοριστικών όρων για το νομικά «πρωτότυπο» και παντελώς έωλο αδίκημα της διατάραξης κοινής ειρήνης εντός κτιρίου!
Πώς πρέπει να αντιμετωπισθεί αυτό το φαινόμενο που ολοένα και περισσότερο θα απασχολεί το κίνημα και την Αριστερά; Ένας πολύ ανεπαρκής πλέον τρόπος είναι αναμφίβολα να αντιμετωπισθεί με τους γνωστούς τρόπους της αποσπασματικής διαχείρισης κάθε περίπτωσης είτε αποκλειστικά και μόνο μέσω δικηγόρων (ακόμα και κινηματικών), είτε με τη δημιουργία ενός ανά περίπτωση κινήματος αλληλεγγύης στο πρόσωπο του ή των διωκομένων. Ο τρόπος αυτός εξατομικεύει και κατακερματίζει το πρόβλημα, κατακερματίζοντας και τις κινηματικές δυνάμεις (σε μερικές μάλιστα πολύ κακές στιγμές του κινήματος οδήγησε ακόμα και σε αντιπαραθέσεις για το ποιος αξίζει την συμπαράσταση και ποιος όχι, με όρους αλληλοεξόντωσης).
Ένας ακόμα χειρότερος τρόπος είναι η αναπαραγωγή σεχταριστικών αντιλήψεων, όπου η ενασχόληση περιορίζεται μόνο στις περιπτώσεις πολιτικής γειτνίασης με τους διωκόμενους ή στα πλαίσια των ορίων της πολιτικής του κάθε κόμματος, οργάνωσης ή σχήματος, ανάλογα και με τις πιέσεις που το ίδιο δέχεται από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα ή τους κατασταλτικούς μηχανισμούς.
Στην πραγματικότητα, το έδαφος για την παραβίαση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών είναι κατ” εξοχήν πολιτικό και ταξικό. Ταξικό γιατί η ακύρωση των λαϊκών ελευθεριών που κατακτήθηκαν με αίμα καταλαμβάνει και τα δικαιώματα στη δουλειά, την υγεία, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, αλλά και το δικαίωμα να αγωνίζεσαι για να καλυτερέψεις τη ζωή σου (βλ. τις επιθέσεις στις συνδικαλιστικές ελευθερίες, τους περιορισμούς στις διαδηλώσεις κ.λπ.). Άλλωστε, ακόμα και οι περιορισμοί στην πρόσβαση στο δικαστικό μηχανισμό γίνονται με ταξικά κριτήρια (από το συνεχώς αυξανόμενο κόστος μέχρι τις τεράστιες καθυστερήσεις που μπορούν να αντέξουν μόνο οι εύποροι). Πολιτικό γιατί η μετάλλαξη προς ένα καθεστώς θεσμοποιημένου αυταρχισμού και έκτακτης ανάγκης βρίσκεται στον πυρήνα των κοινωνικών εξελίξεων.
Κάθε άλλο λοιπόν παρά «αποπροσανατολισμό» αποτελούν οι κατασταλτικές επιθέσεις. Αντίθετα η υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών οφείλουν να αποτελούν πλευρά κάθε κοινωνικού αγώνα, αλλά και αυτοτελές μέτωπο που θα ενοποιεί τις σχετικές επιμέρους κοινωνικές αντιστάσεις. “Οχι για να τους ταράξουμε στη νομιμότητα -με δεδομένο άλλωστε ότι η νομιμότητα ολοένα και συρρικνώνεται ως νομιμότητα του νεοφιλελευθερισμού- αλλά για να μπορούμε να τους ταράξουμε στους αγώνες.
Η κατοχύρωση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ως ταξικό και πολιτικό ζήτημα είναι κατ” εξοχήν συγκρουσιακό. Η στάση που κρατά ο κάθε φορέας αντανακλά συγκεκριμένα κοινωνικά συμφέροντα. Αυτός που καταπατά το Σύνταγμα και τα δικαιώματα που κατοχυρώνει είναι η αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Αυτός που πρέπει να υπερασπίζεται τα δικαιώματα που έχει κατακτήσει ο λαός είναι το εργατικό κίνημα και η Αριστερά. Να υπερασπίζεται τα δικαιώματα και να αμφισβητεί την κυριαρχία της αστικής τάξης. Και μια που η Αριστερά εξακολουθεί να βρίσκεται στο στόχαστρο των δυνάμεων του Νόμου και της Τάξης, η Αριστερά όχι απλά δεν πρέπει να «καταδικάζει τη βία απ” όπου κι αν προέρχεται», αλλά να θεωρεί τιμή της να έρχεται σε σύγκρουση με την αστική νομιμότητα. Γιατί η νομιμότητα αυτή κατοχυρώνει την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης και εξασφαλίζει τη βίαιη επιβολή του καθεστώτος εκμετάλλευσης. Γιατί η Αριστερά οφείλει να διεκδικεί τη μετατροπή της νομικής ισότητας και ελευθερίας σε κοινωνική ισότητα και ελευθερία. Και αυτό δεν μπορεί να το εγγυηθεί η αστική τάξη, αλλά η εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναμη του λαού, εγγυώμενη τα δικαιώματα αυτά στην πληρότητα τους τόσο ως αποτέλεσμα μια διαδικασίας κοινωνικών μεταλλαγών, όσο και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.
Δημοσιεύθηκε στο Πριν, 20/1/2013