Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Πενήντα φυλλάδια πολιτικού κόμματος

Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου
Τα παιδιά στην Ελλάδα μένουν στο σπίτι των γονιών ως τα τριάντα τους, γι’ αυτό και συνεχίζουμε να τα λέμε «παιδιά». Τους κάνουμε δώρα, τα χαρτζιλικώνουμε, κι αν κάνουν και καμιά βλακεία, κάνουμε τα στραβά μάτια. Τα παιδιά είναι παιδιά. 



Ο Σερντάρ ήταν εικοσιεφτά χρονών, δηλαδή παιδί. Χτες το βράδυ στα Πετράλωνα, με άλλα λόγια, δολοφονήθηκε ένα παιδί. Απλά, για παιδιά σαν τον Σερντάρ, το πράγμα είναι πιο περίπλοκο. Ο χρόνος δεν μετράει το ίδιο. Ο Σερντάρ δεν ήταν ακριβώς παιδί – όπως κανένας εργάτης δεν είναι παιδί. Δεν ήταν ούτε «παιδί από το Πακιστάν». Ήταν απλά Πακιστανός. Χτες το βράδυ στα Πετράλωνα, λοιπόν, δολοφονήθηκε ένας Πακιστανός. Και για να μη δραματοποιούμε καταστάσεις, ας πούμε απλά όπως η ΝΕΤ ότι ο 27χρονος Πακιστανός «έχασε τη ζωή του».

Ο Σερντάρ βέβαια δεν πέθανε από αδέσποτα πυρά ή από τρακάρισμα. Ο Σερντάρ δολοφονήθηκε από δύο άλλα παιδιά, εικοσιπέντε ο ένας και εικοσιεννιά ο άλλος – κανονικά παιδιά αυτά, δικά μας: με τις δουλειές τους, τα μηχανάκια τους, πολιτικοποιημένα.

Αυτό το τελευταίο, υπό άλλες συνθήκες, δεν θα είχε τόση σημασία. Όταν μιλάμε για ανθρώπινες ζωές, καλό είναι να μην μπαίνουν τα κόμματα στη μέση, γιατί αυτό είναι μικροπολιτική, δηλαδή ασέβεια στη μνήμη του νεκρού. Το επεσήμανε, ευτυχώς, ο Νίκος Δένδιας. Απευθύνοντάς το στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, παρέλειψε να εξηγήσει τι οφέλη μπορεί να προσδοκά κανείς από παιδιά σαν τον Σερντάρ, αφού ως γνωστόν τα παιδιά αυτά δεν ψηφίζουν.

Τα κόμματα, λοιπόν, πάνε και φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνεις –πράγμα που, προς γενική έκπληξη, παραδέχτηκε και η Αστυνομία, σε ανακοίνωσή της για τη δολοφονία του Σερντάρ. Τα παιδιά αυτά –τα δικά μας, τα κανονικά, τα πολιτικοποιημένα–, είχαν στο σπίτι τους «50 προεκλογικά φυλλάδια πολιτικού κόμματος», και μαζί σφαίρες, αεροβόλα, σιδηρογροθιές και στιλέτα. Κι εδώ, πάλι, μολονότι η Αστυνομία αναφέρει ως εύρημα τα τόσα φυλλάδια του «πολιτικού κόμματος», ο πολιτικός της προϊστάμενος σπεύδει να αποπολιτικοποιήσει τη συζήτηση. Μάλλον από σεβασμό στη μνήμη του νεκρού.

«50 φυλλάδια πολιτικού κόμματος» είναι πολλά, όμως, ακόμα και για συλλέκτες φυλλαδίων. Ακόμα κι αν αυτά τα φυλλάδια είχαν συναισθηματική αξία, καθ’ ότι προεκλογικά, ακόμα κι αν είναι πάντα επίκαιρα, όπως οι λόγοι του Γκέμπελς, πενήντα φυλλάδια, όπως και να το κάνουμε, δεν τα μαζεύεις από το δρόμο για έξι μήνες. Είναι υπερβολικό. Παίρνεις τέσσερα-πέντε από τις στάσεις του μετρό, μήπως κι ο χριστιανός που τα μοιράζει τελειώσει τη δουλειά του μια ώρα αρχύτερα. Αλλά μέχρι εκεί.
Κακός μπελάς, λοιπόν, αυτά τα κόμματα. Αλλά η Αστυνομία δείχνει τακτ και δεν αναφέρεται σε άλλες λεπτομέρειες, συντονιζόμενη με τον πολιτικό της προϊστάμενο, που πάση θυσία θέλει να αποτρέψει την πολιτική εκμετάλλευση.

Σε άλλες περιπτώσεις, η Αστυνομία θα έβγαζε στο σάιτ της τις φωτογραφίες των δύο παιδιών (των δικών μας, των πολιτικοποιημένων), για λόγους ασφαλείας. Και κακώς. Αν ήταν άλλος, ο πολιτικός της προϊστάμενος θα έσπευδε να κατονομάσει το κόμμα, ακόμα κι αν οι δράστες του περιστατικού δεν είχαν καμιά σχέση μαζί του. Εν προκειμένω, όμως, έχουν. Αν ήταν άλλος, επίσης, ο ίδιος θα έσπευδε να προειδοποιήσει ότι οι ακρότητες του κόμματος αυτού συνιστούν απειλή για τη δημοκρατία και ως τέτοιες θα αντιμετωπιστούν. Και το πράγμα ασφαλώς δεν θα τελείωνε εκεί.

Ο πρωθυπουργός, αν δεν ήταν αυτός που είναι, θα ζητούσε από το εν λόγω κόμμα να σταματήσει επιτέλους να υποθάλπει την τρομοκρατία και να πολιτεύεται ως περιθώριο. Ο δε κυβερνητικός εκπρόσωπος, αν δεν ήταν αυτός που είναι επίσης, θα κατονόμαζε έναν προς έναν τους βουλευτές του κόμματος που έχουν πάρει μέρος σε ανάλογες ακρότητες. Θα στήνονταν δελτία ειδήσεων με τις δηλώσεις του, ενώ ακαδημαϊκοί θα προσπαθούσαν να εξηγήσουν ποιες ακραίες εκφράσεις οπλίζουν τα χέρια ιδεοληπτικών. Να όμως που η θεωρία των άκρων έπαψε ξαφνικά να ισχύει.

Αυτά, λοιπόν, δεν συμβαίνουν στην Ελλάδα. Η βία είναι βία, δηλαδή κοινωνικό φαινόμενο – αλλά αυτό ισχύει μόνο για μια ορισμένη βία, τη ρατσιστική. Ως κοινωνικό δε φαινόμενο, δεν είναι φυσικά δυνατό να αξιοποιείται για μικροπολιτικούς σκοπούς – ούτε καν για πολιτικούς. Εν πάση περιπτώσει, η πολιτική ζωή του τόπου δεν μπορεί να δηλητηριάζεται, ούτε ο δημόσιος διάλογος να εκφυλίζεται και κοινοβουλευτικά κόμματα να αντιμετωπίζονται σαν εγκληματικές οργανώσεις. Το εν λόγω πολιτικό κόμμα εξάλλου, αυτό του οποίου τα πενήντα προεκλογικά φυλλάδια βρέθηκαν στο σπίτι του ενός από τους δολοφόνους του Σερντάρ, είναι γνωστό για την αφοσίωσή του στη δημοκρατία και την ισότητα. Αν δεν ήταν, φυσικά δεν θα εκπροσωπούσε τη χώρα στην Επιτροπή για την Ισότητα και τον Αγώνα κατά των Διακρίσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Κι αν δεν είχε τις αγωνιστικές περγαμηνές που έχει, στελέχη περί τον πρωθυπουργό δεν θα του απηύθυναν ενωτικά καλέσματα, ούτε το 1/3 των βουλευτών θα στήριζε χτες στη Βουλή την πρότασή του για την προανακριτική. Και φυσικά ο Νίκος Δένδιας δεν θα αρνούνταν να το συσχετίσει με κατά συρροήν εγκληματικές ενέργειες – μολονότι αυτές γίνονται απροσχημάτιστα, σε γνώση ακόμα και διεθνών ενημερωτικών δικτύων, ενίοτε μάλιστα πανηγυρίζονται στο facebook ή βιντεοσκοπούνται…

***
Τα παιδιά είναι παιδιά. Και παίζοντας το απεχθές παιχνίδι που παίζουν καιρό τώρα ανενόχλητα, χτες το βράδυ στα Πετράλωνα έκαναν κάτι που ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Δεν ήταν η κακιά στιγμή. Ακόμα και η Διεθνής Αμνηστία, που κανείς δεν θα σκεφτόταν να την κατηγορήσει για μικροπολιτική εναντίον της κυβέρνησης, χρεώνει τη δολοφονία του Σερντάρ στις Αρχές, γνωρίζοντας ότι παιχνίδια βίας σαν αυτό στα Πετράλωνα παίζονται καθημερινά: στους δρόμους, σε αστυνομικά τμήματα, σε στρατόπεδα κράτησης. Συνέβη, λοιπόν, ό,τι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί: η πρώτη ρατσιστική δολοφονία που συνδέεται, ανοιχτά πια, με ένα «πολιτικό κόμμα». Με τη Χρυσή Αυγή. Και ξαφνικά, η θεωρία των άκρων έπαψε να ισχύει.

Υ.Γ.: Μέχρι τη στιγμή που δημοσιεύτηκε το κείμενο, ξημερώματα Παρασκευής, το όνομα του δολοφονημένου παιδιού που κυκλοφορούσε στο Ίντερνετ ήταν Σερντάρ Γιακούμπ. Με τη βοήθεια των Μαρίας Καλαντζοπούλου, Θανάση Κούρκουλα και Πέτρου Κωνσταντίνου, βεβαιώσαμε ότι το παιδί λεγόταν Σαχτζάτ Λουκμάν. Το κείμενο, λοιπόν, αφιερώνεται στη μνήμη του Σαχτζάτ -στη μνήμη μίας ρατσιστικής δολοφονίας, που δεν μπορεί παρά να είναι μνήμη πολιτική.
Πηγή: Red Notebook