Κυριακή 11 Μαΐου 2014

Τώρα κλαις, γιατί κλαις; Συ δεν είσαι που έσφαζες χτες;;


https://www.youtube.com/watch?v=EEFemm8Xzrw
Άκουσα πολύ προσεκτικά το περιεχόμενο της ομιλίας του νεοναζί Μπούκουρα στη βουλή. Και το διάβασα απομαγνητοφωνημένο λίγο αργότερα, απογυμνωμένο από τη θλιβερή εικόνα που τον συνόδευσε. Και είδα και ξαναείδα τον Μπούκουρα να μιλάει, παρατηρώντας προσεκτικά το ύφος του, τη γλώσσα του σώματός του, το συναισθηματικό φορτίο που απελευθέρωσε τόσο στο υποκειμενικό του επίπεδο όσο και αντικειμενικά στο επίπεδο της παρατήρησης, και πρόσεξα το πώς δόμησε τη σκέψη του μέσα στο συγκεκριμένο συναισθηματικό φορτίο. Αναφέρομαι βεβαίως στο πεντάλεπτο προσωπικό του «ξέσπασμα» που προκάλεσε αίσθηση, και όχι στο κείμενο το συνταγμένο από τους δικηγόρους του για τις καραμπίνες. 
 
Επί ένα πεντάλεπτο ο Μπούκουρας απευθύνθηκε στους ακροατές του με μια συναισθηματική καταιγίδα, συνοδευόμενη από δάκρυα, λυγμούς και αναφιλητά. Με φωνή δυνατή, χρωματισμένη, τονισμένη σε σημεία της ομιλίας του, εμφατική σε λέξεις κλειδιά (για τον ίδιο και τους ακροατές του) όπως τα «παιδιά», η «φυλακή», τα «ψυχοφάρμακα». Και με το ανεπαίσθητο ψεύδισμά της. Κατά στιγμές, σκούπιζε τα υγρά μάτια του με τη σφιγμένη γροθιά, φέρνοντας στο νου το μικρό παιδί μετά από ένα γερό κλάμα. 
Στη  φόρμα της σκέψης του κυρίαρχος ήταν ο αυθορμητισμός, η άμεση απόκριση στα ερεθίσματα που δεχόταν από τους βουλευτές. Εξέφρασε μια αλληλουχία σκέψεων και παραθέσεων που τη στιγμή της συναισθηματικής κορύφωσης της παρουσίας του στο βήμα ακουγόταν ταχεία και ασύνδετη χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από τα όρια του φυσιολογικού. 
Από άποψη περιεχομένου, ο εκτός κειμένου αυθόρμητος λόγος του, έβριθε αναφορών στη νεανική ηλικία, την ταπεινή καταγωγή, την οικογένεια, τη πατρίδα. Προέβη σε αποκαλύψεις για τη ψυχική του υγεία αναφερόμενος στη χρήση αντικαταθλιπτικής και αγχολυτικής αγωγής, και με μια παραδοξότητα  επικαλέστηκε την εμπειρία του και τις επιρροές του απ' το πασόκ και τον Ανδρέα Παπανδρέου (!). 
Η ομιλία ολοκληρώθηκε απότομα με τον Μπούκουρα να αποκρίνεται σε ένα κατ’ αυτόν χλευαστικό σχόλιο ενός βουλευτή και με μια τελική επίκληση στη συνείδηση των ακροατών. (Όλη η ομιλία εδώ). 
 
Χωρίς αμφιβολία, η σκηνή υπήρξε έντονα δραματική. Και το «δράμα» καθώς φαίνεται αποτελεί τη λέξη κλειδί. 
Διότι ακριβώς  ό,τι ο Μπούκουρας εξέφρασε στο βήμα της βουλής, όταν αποπειράθηκε την εκτός κειμένου επικοινωνία με τους ακροατές του, δεν ήταν τίποτα άλλο πέραν από τη δραματοποίηση ενός φτωχού στο βάθος του συναισθήματος. Το κλάμα του μπορώ μόνο να το κατανοήσω ως απότοκο της συγκεκριμένης και δεδομένης ψυχικής του κατάστασης από την επιστροφή του, μετά από μήνες απομόνωσης, σε ένα υποκειμενικό κέντρο της προσοχής στο οποίο δεν κατάφερε να υπερνικήσει το συσσωρευμένο συναισθηματικό φορτίο που ήταν έτοιμο να ξεχυθεί. Αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν  τα δάκρυά του στερούνται πραγματικού συναισθήματος. Η επίθεση συναισθηματισμού που έκανε είναι κενή. Οι λυγμοί του είναι πρόσκαιροι, παροδικοί, οπορτουνιστικοί. Το κλάμα του ρηχό και το συγκινησιακό φορτίο επιφανειακό. Το γεγονός ότι η συναισθηματική του έκφραση επί της ουσίας δεν άγγιξε κανέναν μας ή απλά απορρίφθηκε ως γελοία οφείλεται σε ένα βαθμό και σε αυτή τη διάσταση μεταξύ της έντασης της συναισθητικής παράστασης και της πραγματικής έντασης του συναισθήματός του. 
 
Αν ξεγελάστηκαν τα μάτια μας, δε ξεγελιέται η ψυχή μας. 
Και οπωσδήποτε ούτε η λογική μας. 

Και δεν ξεγελιέται η λογική μας γιατί το περιεχόμενο του λόγου του Μπούκουρα στη βουλή, εκτός αρχικού και προγραμματισμένου κειμένου όπως ο ίδιος δήλωσε, δείχνει ακριβώς ότι ο χρόνος της απομόνωσης, του εγκλεισμού, της αποστέρησης της ελευθερίας δεν στάθηκε ικανός για μια ουσιαστική επικοινωνία με τον εαυτό, για μια αυτοκριτική στις επιλογές και τις απόψεις του, για έναν ειλικρινή αναστοχασμό σε όσα έχει κάνει και όσα του έχουν συμβεί μέχρι τώρα. Με τον λόγο του ο Μπούκουρας έδειξε ότι όλος αυτός ο χρόνος της προφυλάκισης ήταν στη πραγματικότητα κατειλημμένος από ένα κενό συναισθηματισμό ο οποίος αρνήθηκε αυτό που θα μπορούσε έστω και λίγο να τον ξανακάνει από το νεοναζί στέλεχος της εγκληματικής συμμορίας της χρυσής αβγής ξανά άνθρωπο. Και αναφέρομαι στη μεταμέλεια. 
 
Ούτε ένα "συγγνώμη" δεν είχε η ομιλία του Μπούκουρα στη βουλή. Ούτε ένα "έσφαλα", ούτε ένα "παιδιά γράψτε λάθος". Τίποτα. Αντ' αυτού, ρωτούσε και ξαναρωτούσε τι είχε κάνει, σε τι έσφαλε, αναρωτιόταν γιατί ήταν φυλακισμένος, τι θα έλεγε στα παιδιά του. Στα παιδιά του. Έδειξε ότι δεν βρισκόταν ουδεμία στιγμή σε οποιαδήποτε επαφή με τη πραγματικότητα. Με το τι έχει συμβεί και το τι συμβαίνει. Με το πού βρισκόταν ενεργά αναμεμειγμένος. Λες και ο οιστριονικός του συναισθηματισμός τον έχει εξωθήσει στην απόλυτη άρνηση. Ή, ακόμα χειρότερα, λες και ανταποκρίνεται με τον καλύτερο/χειρότερο τρόπο στη γενικότερη απο-ευαισθητοποίηση μιας ολόκληρης κοινωνίας στη φρίκη. 
Καμιά μεταμέλεια, καμιά ενσυναίσθηση, καμιά εμ-πάθεια για τα θύματά του, ούτε ένα ίχνος κατανόησης, πρόσδεσης στα γεγονότα.
Αντίθετα, με το χέρι του έτριψε τα δακρυσμένα του μάτια και ρούφηξε τη μύτη του, ενθυμίζοντας σε όλους ότι όπως τα παιδάκια, έτσι και αυτός, δεν έχει ευθύνη. Κάποιος άλλος φταίει για ότι έχει συμβεί. Κάποιος άλλος φταίει για ό,τι εκείνος έχει κάνει. Εκείνος τυχαία εκλέχτηκε με τη χρυσή αβγή. Ο φούρναρης από τη Κόρινθο που έτσι απλά ξύπνησε βουλευτής. Συκοφαντώντας την ταπεινή του καταγωγή έδειξε τι σημαίνει ένας φασίστας να κρατά στα χέρια του εξουσία και να συντρίβεται από αυτή. Είναι θλιβερή αυτή η αδυναμία ανάληψης της οποιαδήποτε ευθύνης, ακόμα και αυτής μιας αξιόποινης δράσης. Και ακόμα χειρότερη η από βήματος παλινδρόμηση σε μια κατάσταση που απαιτεί από τους υπολοίπους την δικαιολόγηση, τη κατανόηση, τη λύπηση.
Και όμως, υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που ανταποκρίθηκαν στη παλινδρόμηση αυτή. Συγκεκριμένοι βουλευτές τού πρόσφεραν το χάδι, επιβεβαιώνοντας τη παλινδρόμηση, βρεφοποιώντας τον ολοκληρωτικά και φτύνοντας εντελώς μια καταπατημένη αξιοπρέπεια. Και το χειρότερο, προσφέροντας με τη ψήφο τους για τη μη άρση της ασυλίας μια άφεση αμαρτιών για λόγους φθηνού, ρηχού συναισθηματισμού. Είναι δείγμα και αυτό αυτών των προσωπικοτήτων.
Και μιας και μιλάμε για προσωπικότητες, κλήθηκε επιτέλους και ο Μπούκουρας να σταθεί απέναντι στη ψυχοπάθεια του συνεοναζί Κασιδιάρη. Γιατί αυτός και το σινάφι του ήταν όσοι τον χλεύαζαν όλη αυτή την ώρα που εκείνος πλημμύριζε συναισθηματικά την ολομέλεια με τον λόγο του. Και ένιωσε από πρώτο χέρι τη σημαίνει βία, τι σημαίνει μίσος, τι σημαίνει έλλειψη οίκτου και συναισθήματος για τον άλλο, τι σημαίνει νεοναζιστική ψυχοπάθεια.

 
Ο Μπούκουρας είναι άξιο μέλος της ναζιστικής συμμορίας. Δειλός, απατεωνίσκος, διαταραγμένος και κατώτερος των προσδοκιών. Του αξίζει απόλυτα η περιφρόνηση της κοινωνίας. 
 
Για επίλογο, μια σύντομη επιστροφή στη γλυκύτητα. Για όλους τους μπούκουρες αυτού του κόσμου, μια φωτογραφία. Είναι εκείνη η στιγμή που συμπυκνώνει την αξιοπρέπεια, τον αυτοσεβασμό, την συγκρότηση του εαυτού και την πίστη στα ιδανικά. Το χαμόγελο μπρος την καταδίκη.