Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

οι εξωτερικές αξιολογήσεις χτυπούν την πόρτα και στα τμήματα μας..

Με τις εξωτερικές αξιολογήσεις να έχουν αρχίσει να πραγματοποιούνται σε όλα τα πανεπιστήμια της χώρας, προφανώς δεν υπήρχε λόγος να ελπίζει κανείς ότι το ΑΠΘ θα τη γλίτωνε..Μάλιστα, στο τμήμα των μηχανόλογων η αξιολόγηση θα γίνει και τυπικά με παρουσία των ''πεφωτισμένων'' στα μέσα δεκέμβρη..Αναδημοσιεύουμε λοιπόν το κείμενο του σχήματος για τις αξιολογήσεις που γράφτηκε 2 χρόνια πριν ώστε να ''μπαίνουμε στο κλίμα'' και να γίνει κτήμα κάθε φοιτητή τι πραγματικά σημαίνει η εξωτερική αξιολόγηση για αυτόν και το πανεπιστήμιο..Εν αναμονή λοιπόν
του επικαιροποιημένου κειμένου του σχήματος και εν αναμονή της ''επέλασης των βαρβάρων'', ας δούμε τι είναι οι αξιολογήσεις...
\


ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ...
ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΒΑΡΒΑΡΩΝ

Υπάρχει το τελευταίο διάστημα ένα κλίμα ευφορίας στη σχολή. Δείγμα αυτής της κατάστασης αποτελούν βεβαίως οι φρεσκοβαμμένοι τοίχοι, η εικόνα των οποίων ομολογουμένως ήταν προβληματική. Μα πώς και αποφάσισε τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή το τμήμα να πάρει αυτή την πρωτοβουλία; Και γιατί αυτή τη φορά ο κ. πρόεδρος του τμήματος παραγκώνησε τους αγαπημένους του εθελοντές φοιτητές/volunt-ee-rs, που πριν λίγο καιρό με δικά τους έξοδα είχαν αναλάβει παρόμοιο έργο; Θα λεγε κανείς ότι το τμήμα περιμένει μουσαφίρηδες και μάλιστα το κύρος και η σημαντικότητα αυτών των προσώπων δεν σηκώνει καθυστερήσεις και άρα το τμήμα θα πρέπει να αναλάβει άμεσα δράση.
Είναι λίγο πολύ γνωστό ότι σε λίγες μέρες (19-21 Μάρτη) θα έρθουν(;) στη σχολή τα μέλη της επιτροπής εξωτερικής αξιολόγησης. Άραγε θα πρέπει και εμείς να ταυτιστούμε με το κλίμα ευφορίας («δημιουργικού» πανικού/άγχους) που καλλιεργείται; Η απάντηση για μας είναι σίγουρα όχι, αλλά επειδή η συζήτηση για το συγκεκριμένο θέμα (αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ) έχει πολύ καιρό να γίνει και μπορεί κανείς να τσιμπάει στο τυράκι κυβερνήσεων, Ε.Ε. και τμήματος θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.
Το πρώτο πράγμα που μπορεί να παρατηρηθεί είναι ότι σε όλη την Ε.Ε. ο όρος που χρησιμοποιείται είναι αυτός της «Διασφάλισης Ποιότητας», αντ’ αυτού στην Ελλάδα και χωρίς αυτό να σημαίνει και κάποια διαφοροποίηση στην ουσία, χρησιμοποιείται ο ύπουλος και πολιτικά φορτισμένος όρος της «Αξιολόγησης». Ένας λόγος για τον οποίο χρησιμοποιείται ο δεύτερος όρος είναι γιατί ο πρώτος εγείρει εύλογα ερωτήματα. Όπως αν μπορεί να δοθεί λύση σε κοινωνικά προβλήματα, από σοφότατους τεχνοκράτες με τις δήθεν επιστημονικά και τεχνικά άρτιες μελέτες και προτάσεις τους (βλ. τον άνθρωπο των τραπεζών κ. πρωθυπουργο Λ. Παπαδήμο). Με αυτό τον τρόπο γίνεται προσπάθεια να συγκαλυφθεί ο κοινωνικός και ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής τους. Γιατί τελικά ο Παπαδήμος και κάθε τέτοιος θα «βάζει πάντα φώτια στα φρένα και θα του μένει μόνο το γκάζι» στον οδοστρωτήρα που του ‘λαχε να είναι τιμονιέρης (μάλλον βέβαια δε τον χάλασε και για αυτό ακούγεται ότι ετοιμάζει και κόμμα), στον οδοστρωτήρα των εργατικών και νεολαιίστικων δικαιωμάτων.

Πώς συμβαίνει αυτό με την αξιολόγηση και τις αλλαγές στην εκπαίδευση; Οι χώρες της Ε.Ε. και όλες οι κυβερνήσεις που συνυπέγραψαν τη συνθήκη της Bologna για τη δημιουργία του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (Κ.ΕΧ.Α.Ε.) επιδιώκουν την ανάδειξη της Ε.Ε., όπως το είχαν διατυπώσει τότε στην πιο ανταγωνιστική «Κοινωνία και Οικονομία της Γνώσης». Για την επίτευξη αυτού του στόχου κόμβικό ρόλο παίζει η προώθηση μιας σειράς μέτρων στο εκπαιδευτικό σύστημα. Μέτρων τα οποία προωθούνται σε όλες τις χώρες του Κ.Ε.Χ.Α.Ε. και οδηγούν στη διάλυση της δηόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης. Κανείς άλλωστε δε μπορεί να λησμονήσει τις φοβερές δηλώσεις, που συνόδευαν το νόμο-έκτρωμα για τα πανεπιστήμια, της πρώην υπουργού παιδείας (frau Anna) ότι η «παιδεία θα πρέπει να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία». Κανείς επίσης δε πρέπει να λησμονήσει ότι πλέον οι αλλαγές στην παιδεία τίθενται ως όρος για την επιτυχή εφαρμογή του Μνημονίου ΙΙ στην Ελλάδα. Το αν αυτή η πολιτική έχει να προσφέρει οτιδήποτε πέρα από φτώχεια και εξαθλίωση μπορει κανείς να το συμπεράνει από τα τελευταία δύο χρόνια μνημονίου, ανεργίας και αλλεπάλληλων μέτρων.

Κι αν κάποιος δεν πείθεται από τα παραπάνω ότι η «αξιολόγηση» είναι ένα εργαλείο στα χέρια των κυβερνήσεων και της Ε.Ε. για να διαλύσουν τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, σε μία πρώτη φάση θα καταπιαστούμε με κάποια συχνά ερωτήματα που εμφανίζονται στη συζήτηση των φοιτητών και όχι μόνο.

Με την αξιολόγηση δε μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση της υλικοτεχνικής υποδομής;
Αν εξαιρέσουμε τα εορταστικά βαψίματα των τοίχων, η απάντηση είναι όχι! Δύο από τις βασικές αρχές της πολιτικής για την εκπαίδευση, είναι η απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση της τριτοβάθμιας, που σήμερα οδηγεί σε οικονομικό στραγγαλισμό τα ιδρύματα και η αξιολόγηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ. Αυτές οι δύο πλευρές δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο νόμος δε προβλέπει αξιολόγηση της επάρκειας υλικοτεχνικής υποδομής, αλλά αξιολόγηση της αποτελεσματικής χρήσης της υπάρχουσας. Η αναποτελεσματική χρήση όμως πολλές φορές έχει ως αιτία μια ήδη ανεπαρκή υλικοτεχνική υποδομή, π.χ. οι ελλείψεις σε εργαστηριακό εξοπλισμό έχουν ως αποτέλεσμα το συνωστισμό φοιτητών σε περιορισμένους χώρους όπου καθένας από αυτούς θα πρέπει να περιεργαστεί το ένα και μοναδικό όργανο που διατίθεται. Τίθεται λοιπόν αυτό το ύπουλο κριτήριο από τη μεριά τους, καθώς μια τέτοια αξιολόγηση θα ισοδυναμούσε με αξιολόγηση της ίδιας της κρατικής πολιτικής για την ανώνατη παιδεία και τα αποτελέσματα είναι γνωστά.

Μήπως θα μπορούσε να βάλει η αξιολόγηση φρένο στην απαξίωση των πτυχίων μας; 
Πρώτα απ’ όλα αξίζει να σημειωθεί ότι στο τίτλο του νόμου που εισάγει στην ελληνική νομοθεσία τη λογική της αξιολόγησης (ν. 3374/2005), πέρα από την αξιολόγηση εμφανίζονται δύο ακόμα στοιχεία. Το σύστημα συσσώρευσης πιστωτικών μονάδων (ECTS) και το Παράρτημα Διπλώματος. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο από τον ίδιο τον τίτλο του νόμου ότι κριτήριο της αξιολόγησης είναι η προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών στη Bologna (bachelormaster, κινητικότητα, ECTS) και στον Κ.Ε.Χ.Α.Ε. Με το νόμο για την αξιολόγηση συγκροτείται η Αρχή Διασφάλισης Ποιότητας (Α.ΔΙ.Π) που στη πράξη το μόνο που έκανε ήταν να εκφέρει γνώμη για ένα πρόγραμμα σπουδών, χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις για το τμήμα που το υιοθετεί. Αυτό συνέβη επειδή στην πράξη και μέχρι ενός σημείου δεν συνδέθηκε η αξιολόγηση με τη χρηματοδότηση των ιδρυμάτων λόγω της πίεσης του κινήματος. Παρόλα αυτά για τις κυβερνήσεις τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα, ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και το καθεστώς που έχει επιβληθεί από κεφάλαιο-ΕΕ-ΔΝΤ, αφού χρησιμοποιήθηκε η κατάσταση της οικονομίας ως επιχείρημα για να πετσοκοπούν τα κονδύλια για την παιδεία. Πλέον με το νόμο-Διαμαντοπούλου η Α.ΔΙ.Π. πέρα από το να αξιολογεί, έχει και τον αποφασιστικό λόγο, μαζί με τα Συμβούλια Διοίκησης των ιδρυμάτων, για την έγκριση ενός προγράμματος σπουδών. Η οικονομική ασφυξία των τμημάτων τα αναγκάζει να υποταχθούν στις προσταγές της Α.ΔΙ.Π. προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποιους ελάχιστους επιπλέον κρατικούς πόρους, ενώ όσοι κρίνονται με βάση τα κριτήρια της Α.ΔΙ.Π «ανάξιοι» θα υποστούν κυρώσεις (π.χ. μείωση χρηματοδότησης). Με αυτό το τρόπο μεταφέρεται η ευθύνη για τη συγκρότηση των προγράμματων σπουδών από τις γενικές συνελεύσεις των τμημάτων σε εξωτερικά όργανα, με σκοπό την γρηγορότερή και αποτελεσματικότερη προσαρμογή στα πρότυπα της BolognaΕιδικά με τη ψήφιση και την προσπάθεια εφαρμογής του νόμου – Διαμαντοπούλου αυτό πλέον γίνεται καταφανές. Στο συγκεκριμένο νόμο πέρα απ’ το ότι διατυπώνεται ρητά ότι στην Ελλάδα οι σπουδές θα πρέπει να διαρθρώνονται σε τρεις κύκλους σπουδών (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό και διδακτορικό κύκλο) για κάθε έναν από αυτούς ορίζεται και συγκεκριμένος αριθμός ECTS. Μάλιστα η λογική της κινητικότητας θα μπορούσε να πει κανείς αφήνει βαθύ αποτύπωμα σε αυτόν τον υπεραντιδραστικό νόμο. Με αυτόν δίνεται η δυνατότητα συγκρότησης ταχύρρυθμων προγραμμάτων σπουδών διάρκειας ενός έτους στα δημόσια πανεπιστήμια. Δε χρειάζεται κανείς να είναι μάντης ή οτιδήποτε άλλο για να καταλάβει ότι τέτοιου είδους προγράμματα θα αξίζουν πολύ περισσότερο για την Α.ΔΙ.Π. και το υπουργείο, παρά τα ενιαία 4ετή ή και 5ετή προγράμματα σπουδών.
Έχει πλάκα που η προσαρμογή στη Bologna, όπως και το σύνθημα της αστικής τάξης «να γίνουμε επιτέλους Ε.Ε.υρώπη», ολοένα και χάνει από τη λάμψη της. Πώς άλλιως θα μπορούσε να γίνει, όταν οι κυβερνώντες επιμένουν σε μια πολιτική που σε χώρες που αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερη ανεργία από την Ελλάδα, ηBologna αμφισβητείται από πτυχιούχους είτε επιπέδου bachelor, είτε επιπέδου master. Θα λεγε κανείς ότι η προσαρμογή στη Bologna έχει γίνει έμμονη ιδέα για τις κατά καιρούς κυβερνήσεις, ύστερα από τις τόσες σφαλιάρες που έχουν υποστεί από το φοιτητικό κίνημα στο συγκεκριμένο θέμα.
Η εφαρμογή της Bologna και η διαμόρφωση πτυχιούχων επιπέδου bachelor έχει σαν αποτέλεσμα είτε την εποπτεία από αυτούς μέρους του γνωστικού αντικειμένου, είτε την απόκτηση γενικών γνώσεων πάνω στο αντικείμενο εργασίας. Οι απόφοιτοι επιπέδου master τις περισσότερες φορές εξειδικεύονται σε ένα μέρος του αντικειμένου που αφορά πρόσκαιρες ανάγκες της αγοράς με αποτέλεσμα η επανακατάρτιση και η επικαιροποίηση γνώσεων να αποτελεί μονόδρομο προκειμένουν να ξαναενταχθούν στην παραγωγή. Μάλιστα ο κατακερματισμός των αποφοίτων του ίδιου γνωστικού αντικειμένου σε διαφορετικά επίπεδα, έχει σαν αποτέλεσμα την όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργαζομένων και οδηγεί με βεβαιότητα στην ισοπέδωση των εργατικών μισθών και δικαιωμάτων. Τέλος κριτήριο για τη κατάρτιση του προγράμματος σπουδών αποτελεί ένα ποσοτικό μέγεθος που άλλοτε απαντάται ως φόρτος εργασίας και άλλοτε ως ECTS. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την εμμονή των τεχνοκρατών που θέλουν να ποσοτικοποιήσουν και να μετρήσουν στοιχεία που συνιστούν με εξόφθαλμο τρόπο ποιότητες και συνεπώς δεν επιδέχονται τέτοιας αντιμετώπισης. Αυτό όμως δημιουργεί τη δυνατότητα κατάρτισης προγραμμάτων σπουδών χωρίς καμία εσωτερική λογική και συνάφεια μεταξύ των μαθημάτων, πράγμα το οποίο διευκολύνει την εισχώρηση των κριτηρίων της αγοράς προκειμένου αυτά να παίξουν το ρόλο της συγκολλητικής ούσιας μεταξύ των μαθημάτων και άρα να δώσουν το στίγμα στα προγράμματα σπουδών. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι με αυτή την πολιτική επιδιώκουν να προσαρμόσουν την εκπαίδευση στο τοπίο που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας (πράγμα που οι «ευρωπαίοι εταίροι» μας έχουν προλάβει ήδη να κάνουν χωρίς αποτέλεσμα). Αυτό που τελικά βρίσκεται στις επιδιώξεις τους, είναι η θεσμοθέτηση ενός μοντέλου εκπαίδευσης που θα βγάζει εργαζόμενους των 400  (βλ. και το Μνημόνιο ΙΙ, αλλά και το πακέτο μέτρων που θα ‘ρθει τον Ιούνιο που πιθανότατα θα φέρει την επέκταση του Συμφώνου Πρώτης Απασχόλησης μέχρι τα 30), που θα αναγκάζονται να αλλάζουν συνεχώς δουλειές και παράλληλα να επανακαταρτίζονται με δικά τους έξοδα. Επομένως για εμάς διόλου δε μπορεί να εγγυηθεί ούτε καλύτερες σπουδές ούτε ένα καλύτερο αύριο η αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών κι η Bologna.

Μα με την αξιολόγηση δε μπορούν οι φοιτητές να εκφράσουν τη γνώμη τους για το τμήμα και τους καθηγητές τους;
Ο νόμος προβλέπει την αξιολόγηση από τους φοιτητές μέσω της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων. Σε πρώτο επίπεδο, τα ερωτήματα είναι προκαθορισμένα, όπως και οι απαντήσεις που έχει την επιλογή να δώσει ο φοιτητής. Με αυτό τον τρόπο μπορούν να αποκλειστούν κριτήρια τα οποία οι φοιτητές θεωρούν σημαντικά για τις σπουδές τους. Σε δεύτερο επίπεδο, η συμπλήρωση ερωτηματολογίων δεν ευνοεί απαντήσεις που εστιάζουν στο περιεχόμενο των σπουδών αλλά περισσότερο στη μορφή, αυτό που συχνά λέγεται τρόπος διδασκαλίας (τις φορμαλιστικές της όψεις δηλαδή). Επιπλέον, όπως ομολογούν καθηγητές της σχολής, τα αποτελέσματα αυτών των ερωτηματολογίων δε στέλνονται πίσω. Τα λόγια περριτεύουν...

Και στο εξωτερικό τι συνέβη με την “αξιολόγηση”; Στη Βρετανία, ο βαθμός από την “αξιολόγηση” ενός πανεπιστημίου καθορίζει το 50% του προϋπολογισμού ενός τμήματος. Ένας βαθμός κάτω από εκείνον της προηγούμενης πενταετίας μπορεί να σημάνει και την συρρίκνωση του Τμήματος κατά 20% με 30%. Το υπόλοιπο της χρηματοδότησης κάθε τμήματος σχετίζεται με τους εισακτέους, αφού για κάθε έναν το τμήμα εισπράττει ένα προκαθορισμένο ποσό. Επομένως αυτό το ποσό καθορίζεται από τη «ζήτηση» του κάθε τμήματος. Στην Αυστραλία, η αξιολόγηση καθορίζει το 10-15% της χρηματοδότησης, που εξαρτάται εκτός των άλλων και από το μέσο όρο βαθμολογίας των νεοεισαχθέντων φοιτητών στις αντίστοιχες «πανελλήνιες» και από το αντίστροφο του μέσου όρου φοίτησης. Τέλος όσον αφορά στο ερευνητικό έργο κριτήριο της αξιολόγησης αποτελεί ο αριθμός δημοσιεύσεων σε «έγκριτα» επιστημονικά περιοδικά. Η διαπλοκή των εκδοτικών οίκων αλλά και των εταιριών που φτιάχνουν τις διάφορες λίστες κατάταξης επιστημονικών περιοδικών εδώ δίνει τον τόνο (οι μεν πρώτοι θέλουν τα περιοδικά τους να φιγουράρουν στις πρώτες θέσεις αυτών των κατατάξεων, οι δε δεύτερες θέλουν να θεωρούνται από τους εκδοτικούς οίκους αξιόπιστες). Για αυτό το λόγο υπάρχει αυθαίρετη επιλογή των κριτηρίων βαθμολόγησης των άρθρων, που καθοδηγεί καθοριστικά τις επιλογές ως προς το ερευνητικό  πεδίο αλλά και ως προς την μέθοδο ανάλυσής , ώστε να μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες δημοσίευσης σε περιοδικά που πριμοδοτούνται από την αρμόδια επιτροπή. Ακόμη, δεν ήταν λίγες οι φορές που δύο τμήματα με αντίστοιχες «επιδόσεις» έπαιρναν διαφορετικό βαθμό δίχως οι επιτροπές «αξιολόγησης» να εξηγούν τους λόγους..

Γενικά, παρατηρήθηκαν τα εξής φαινόμενα:
  • Εφόσον η αξιολόγηση κρίνει την επιβιωσιμότητα ενός ιδρύματος, δημιουργείται μια κάστα ακαδημαϊκών ή και εξωπανεπιστημιακών managers που αναλαμβάνουν την οργάνωση της προσπάθειας για καλύτερους δείκτες. Μάλιστα υπήρξαν περιπτώσεις όπου ο ρόλος τους ήταν πιο σημαντικός κι από αυτόν του προέδρου του τμήματος.
  • Η σύνδεση της αξιολόγησης με την χρηματοδότηση, οδήγησε σε ακραία εντατικοποίηση την ακαδημαϊκή καθημερινότητα. Όλοι ξοδεύουν τεράστια ενέργεια στη διαδικασία «αξιολόγησης». Αντί να γράφουν βιβλία, γράφουν πολλά σύντομα άρθρα. Αντί να γράφουν άρθρα γράφουν και ξαναγράφουν τα βιογραφικά τους και προπάντων, συμπληρώνουν ερωτηματολόγια. Προκύπτει άμεσα λοιπόν ότι ούτε χρόνος θα βρίσκεται από τους καθηγητές έτσι ώστε να οργανωθεί καλύτερα το διδακτικό έργο, με άμεσο αποτέλεσμα τη νύφη τελικά να την πληρώνουν ποιοι άλλοι; μα οι φοιτητές τους.
  • Συντόμευση του χρόνου αποφοίτησης. Στην Αυστραλία, τα «πρόστιμα» της φόρμουλας «αξιολόγησης» για τους αιώνιους φοιτητές ήταν μεγάλα και τα Τμήματα έδωσαν μεγάλη έμφαση στην συντόμευση του μέσου χρόνου σπουδών τόσο των προπτυχιακών όσο και των μεταπτυχιακών. Αν αναλογιστούμε ότι ο μέσος όρος αποφοίτησης για τη σχολή είναι περίπου 7,5 έτη και ήδη από το νόμο πλαίσιο μπαίνει σαν όριο φοίτησης το ν+2 (δηλαδή τα 7 έτη) τα τμήματα στην Ελλάδα έχουν τρεις επιλογές: 1) την ακραία εντατικοποίηση των σπουδών προκειμένου να συντομευθεί ο χρόνος φοίτησης, 2) διαγραφές φοιτητών ή και εθελοντική εγκατάλειψη της σχολής με την παροχή πιστοποιητικού παρακολούθησης μαθημάτων, 3) επιβολή διδάκτρων στους φοιτητές που «επιβαρύνουν» τα τμήματα με την «πέραν του ανεκτού παραμονή» τους στο τμήμα.
 
Ένα ακόμη ζήτημα άξιο αναφοράς είναι η, πολύ συχνά χρησιμοποιούμενη ως κριτήριο αξιολόγησης, αναλογία φοιτητών ανά μέλη ΔΕΠ. Επί τούτου, δεν οδηγούν πουθενά τα πορίσματα αξιολόγησης, ενώ αντιφάσκουν τα οράματα με τις μεθοδεύσεις του τμήματος αλλά και με τις μεθοδεύσεις του υπουργείου. Έχουμε λοιπόν κάποιες ενστάσεις. Αν το τμήμα φιλοδοξεί να ανταποκριθεί σε αυτό το κριτήριο, τότε γιατί δεν επιτρέπει πτυχιακή εξεταστική για όλους τους επί πτυχίω φοιτητές χωρίς περιορισμούς (όπως συμβαίνει σε πολλά άλλα τμήματα), προκειμένου να αποσυμφορηθεί η κατάσταση και να μειωθεί ο μέσος χρόνος αποφοίτησης άρα και ο αριθμός των φοιτητών; Και αν το υπουργείο νοιάζεται για την ανώτατη εκπαίδευση, τότε γιατί αγνοεί συστηματικά τις προτάσεις του τμήματος, που ζητάει τη μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών; Φυσικά αυτά τα ερωτήματα τίθενται ως τροφή για σκέψη, για την εξαγωγή συμπερασμάτων και χωρίς να ταυτιζόμαστε σε καμία περίπτωση με τους σχεδιασμούς τους.

Ας μην έχουμε καμία αυταπάτη λοιπόν για την επερχόμενη αξιολόγηση του τμήματος και τη δυνατότητα να βελτιωθούν τα πράγματα μέσω αυτής της οδού στο τμήμα. Η αξιολόγηση δεν είναι παρά ένα εργαλείο στα χέρια του αντιπάλου προκειμένου να προωθηθεί η πολιτική κυβερνήσεων-ΕΕ για την εκπαίδευση. Μιας πολιτικής που όπου εφαρμόστηκε έφερε δίδακτρα, παροξυσμό της εντατικοποίησης, πτυχία-πιστοποιητικά κατάρτισης,περικοπές στη φοιτητική μέριμνα, απολύσεις προσωπικού κ.α. Έφερε όμως και τις πολύ σημαντικές κινητοποιήσεις, από πολύ δύσκολη βέβαια θέση των φοιτητών στην Αγγλία, τη Χιλή και τώρα και στην Ισπανία. Ο μόνος τρόπος για να βελτιώσουμε την κατάσταση στην καθημερινότητά μας, στις σπουδές μας και να διεκδικήσουμε ένα μέλλον που να αντιστοιχεί στις ανάγκες μας είναι ο μαζικός μαχητικός συλλογικός αγώνας. Το μόνο πεδίο στο οποίο μπορεί να υπάρξει πραγματική κριτική στην υπάρχουσα κατάσταση, κριτική όμως που δε μένει στα λόγια, αλλά προσπαθεί να περπατήσει στην πραγματική ζωή και να γίνει τελικά η ίδια πραγματικότητα είναι το πεδίο των γενικών συνελεύσεων των φοιτητικών συλλόγων. Είναι η περεταίρω πολιτικοποίηση και δράση των φοιτητών, που τόσο χαλούσαν τον πρώην πρύτανη, νυν υπουργό παιδείας, κ. Μπαμπινιώτη και τους προκατόχους του. Είναι ο δρόμος της ανατροπής του νόμου – Διαμαντοπούλου, της ρήξης και της αποδέσμευσης από Ε.Ε., Bologna και Κ.Ε.Χ.Α.Ε.

[...]
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους.
[...]
Κων/νος Καβάφης – Περιμένοντας τους βαρβάρους