Το ξέρουμε πια· αυτό που ζούμε εκεί έξω είναι ένας πόλεμος. Ένας
καθημερινός πόλεμος για τη δουλειά, την αξιοπρέπεια, ακόμα και την
επιβίωση. Τον πόλεμο αυτό τον ζούσαν για χρόνια οι μετανάστες κι οι
πρόσφυγες, κυνηγημένοι στις πόλεις και τα σύνορα, αποκλεισμένοι και
στριμωγμένοι σε εργασιακά κάτεργα. Για αυτό και εμείς στεκόμασταν πάντα
δίπλα τους· γιατί πιστεύαμε ότι η καταπίεση και η εκμετάλλευση των
μεταναστών, η βαρβαρότητα του ρατσισμού και του κοινωνικού αποκλεισμού,
άνοιγε τον δρόμο για την επίθεση ενάντια σε όλους τους εργαζομένους, σε
όλα τα δικαιώματα, σε ολόκληρη τελικά την κοινωνία.
Πράγματι, σήμερα πια τον πόλεμο αυτό τον βιώνουμε όλοι εμείς, ο
κόσμος της εργασίας, κι ανάμεσά μας ακόμα περισσότερο οι γυναίκες, οι
νέοι που δε βρίσκουν δουλειά, οι απολυμένοι, οι άστεγοι, αλλά κι όλοι
αυτοί που οι φασίστες λατρεύουν να τους μισούν -οι ανάπηροι, οι
ομοφυλόφιλοι, οι ρομά, οι διαφορετικοί, και φυσικά πάλι πρώτοι από όλους
οι μετανάστες.
Στον πόλεμο αυτό όμως, δεν είμαστε μόνο θύματα, αλλά και μαχητές,
ακόμα και επιτιθέμενοι. Δεκάδες είναι οι μάχες, μικρότερες και
μεγαλύτερες που δώσαμε, που δίνουμε -κι ακόμα περισσότερο- που πρέπει να
δώσουμε.
Πρώτα από όλα, ο αγώνας κι η αγωνία μας να μην μείνει κανένας μόνος
του απέναντι στην κρίση. Δεκάδες εγχειρήματα έμπρακτης κοινωνικής
αλληλεγγύης έχουν ξεφυτρώσει στις γειτονιές μας: κουζίνες και συσσίτια,
κοινωνικά ιατρεία, στέκια, εθελοντικά σχολεία. Τα εγχειρήματα αυτά
χτίζουν πάνω στην αλληλεγγύη και τη συμμετοχή, αναζητώντας συλλογικές
λύσεις απέναντι στις πιεστικές πια ανάγκες για φαγητό, για στέγη, για
περίθαλψη και για εκπαίδευση. Φτιαγμένα από τους ίδιους τους
καταπιεσμένους, καταργούν τη διάκριση ανάμεσα σε αυτούς που παρέχουν και
σε αυτούς που χρειάζονται τη βοήθεια, υπερβαίνουν τη φιλανθρωπία του
πλούσιου προς τον φτωχό και χτίζουν έναν άλλο κόσμο, μέσα από τις
τραγικές ελλείψεις του παρόντος.
Ύστερα, η πιο αναγκαία από ποτέ αντιφασιστική πάλη. Η όξυνση της
κρίσης έφερε ξανά στο προσκήνιο της ιστορίας τις πιο μαύρες και
μισάνθρωπες εφεδρείες του συστήματος. Είναι αλήθεια πως υποτιμήσαμε τη
δυναμική που διέθετε η φαιά πανούκλα και της αφέθηκε πολύτιμος ζωτικός
χώρος. Έτσι, με τα ΜΜΕ να τους προωθούν, την αστυνομία να τους παρέχει
ασυλία ή ακόμα και να μάχεται στο πλευρό τους και τις κυβερνήσεις να
υιοθετούν την ατζέντα τους, οι ναζί της Χρυσής Αυγής απειλούν πια σήμερα
τις ζωές και τα δικαιώματα όλων μας, μεταναστών και ντόπιων.
Ανασυντασσόμαστε όμως γρήγορα και δίνουμε μάχες για να μην περάσει ο
φασισμός στους δρόμους και τις γειτονιές μας· στις μητροπόλεις, όπου οι
αντιφασιστικές πρωτοβουλίες ανακαταλαμβάνουν πολιτικοκοινωνικό
χωροχρόνο· στην επαρχία, όπου το ένα χωριό μετά το άλλο ανακηρύσσει
ανεπιθύμητους τους εκπροσώπους του φασισμού· στις μαρτυρικές πόλεις και
χώρια, όπου τα θύματα του χιτλερισμού αποστρέφονται με φρίκη τους
σύγχρονους θαυμαστές του· στα σχολεία, όπου μαθητές και καθηγητές
έρχονται συχνά αντιμέτωποι με τα πιο επικίνδυνα αποτελέσματα της
ναζιστικής προπαγάνδας. Οι φωνές αυτές, μέσα από τη διαφορετικότητά τους
αλλά και την κοινή τους αγωνία, σχηματίζουν σήμερα ένα νέο, επιτακτικό
“ποτέ ξανά”.
Και φυσικά, οι δεκάδες μικρότεροι και μεγαλύτεροι εργατικοί αγώνες.
Γνωρίζουμε ότι παρά τις έκδηλες αδυναμίες του συνδικαλιστικού κινήματος,
ήταν οι μεγάλες απεργίες, μαζί με τα κινήματα των πλατειών, αυτές που
ρίξανε μέχρι σήμερα τρεις κυβερνήσεις και βοήθησαν να αποφύγουμε τα
ακόμα χειρότερα, τη σταθεροποίηση δηλαδή της φτώχειας. Ανάμεσα ωστόσο
στις μεγάλες αυτές στιγμές ξεδιπλώνεται ο καθημερινός αγώνας των ανέργων
για δουλειά κι αξιοπρέπεια, η καθημερινή αγωνία των επισφαλώς
εργαζομένων που ζητάνε ζωή κι όχι επιβίωση. Αγώνες, όπως η ηρωική
απεργία των εργατών της Ελληνικής Χαλυβουργίας, αλλά και το ελπιδοφόρο
ξεκίνημα της ΒΙΟ.ΜΕ., του πρώτου εργοστασίου που επαναλειτουργεί στα
χέρια των εργατών, δείχνουν το μόνο ρεαλιστικό δρόμο για την υπέρβαση
της κρίσης.
Είναι ακόμα οι αντιστάσεις που γεννιούνται στις γειτονιές, οι λαϊκές
συνελεύσεις, τα στέκια, οι καταλήψεις, τα μέσα αντιπληροφόρησης. Ο
εμβληματικός αγώνας για γη κι ελευθερία στα βουνά της Χαλκιδικής, αλλά
κι ο αγώνας για περιβαλλοντική δικαιοσύνη στα δυτικά προάστια της
Θεσσαλονίκης, απέναντι στον τεράστιο ΣΜΑ και τα συμφέροντα των εθνικών
εργολάβων. Αντιστάσεις που αναγκάζουν την τρικομματική μεν ακροδεξιά δε
κυβέρνηση να εξαπολύσει την πιο άγρια καταστολή –η οποία ωστόσο δεν
αρκεί για να κάνει τους ανθρώπους να σιωπήσουν.
Δεν ξεχνάμε ακόμα τα κινήματα των κοινωνικά αποκλεισμένων. Το κίνημα
των ομοφυλόφιλων, που διεκδικεί με περηφάνια το δικαίωμα στον
αυτοπροσδιορισμό των ζωών μας –κι ας έχουν απέναντί τους τη μισαλλοδοξία
και το σκοταδισμό. Το κίνημα για την προσβασιμότητα, την ισότητα και τα
δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία και το κίνημα απέναντι στην καταστολή
των ατόμων με ψυχικές ασθένειες. Τις εξεγέρσεις των φυλακισμένων και τα
κινήματα αλληλεγγύης που υπερασπίζονται τα δικαιώματα των κρατουμένων,
ποινικών και πολιτικών.
Και είναι τέλος, το μεταναστευτικό και αντιρατσιστικό κίνημα, αυτό
που χρόνια τώρα παλεύει ενάντια στη βαρβαρότητα του ρατσισμού, για τη
νομιμοποίηση και την κοινωνική εξίσωση των μεταναστών, για ανοιχτά
σύνορα, για το δικαίωμα στην παραμονή και την ελευθερία στη μετακίνηση.
Ένα κίνημα που ακόμα κι αν έχει υποχωρήσει τα τελευταία χρόνια κάτω από
τον καταιγισμό των ρατσιστικών πολιτικών και νομοθετημάτων, οφείλει
σήμερα να υπερασπιστεί ξανά με σθένος το κορυφαίο δικαίωμα των παιδιών
που γεννήθηκαν ή μεγάλωσαν στην Ελλάδα στην ιθαγένεια, στην ιδιότητα
δηλαδή του πολίτη και τα δικαιώματα που συνδέονται μαζί της. Όπως
οφείλει την ίδια στιγμή να αναδείξει και να παλέψει ενάντια στο ζόφο των
σύγχρονων στρατοπέδων συγκέντρωσης, τον πόλεμο που δέχονται οι
πρόσφυγες στα σύνορα, τους πνιγμούς και τα ναρκοπέδια, τις κρατικές
σκούπες του «Ξένιου Δία» και τα φασιστικά παρακρατικά πογκρόμ που
εξαπολύονται στις γειτονιές των μητροπόλεων.
Η κάθε μία από τις μάχες αυτές, ή από τόσες άλλες, έχει τη δική της,
ξεχωριστή σημασία. Αν τις δούμε όλες μαζί όμως, διακρίνουμε μία κόκκινη,
όλο και πιο καθαρή, διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα σε δύο κόσμους, όλο
και πιο αντίθετους μεταξύ τους: από τη μία το γκρίζο κόσμο των λίγων,
των πλούσιων, των αφεντικών και των πολιτικών τους υπαλλήλων κι από την
άλλη τον κόσμο το δικό μας, των πολλών, των φτωχών, των εργαζομένων και
των ανέργων, των μεταναστών, των κινημάτων.
Η δική μας πλευρά μπορεί να μην είναι ενιαία –ούτε και θα το θέλαμε
άλλωστε. Ίσα-ίσα, χαιρόμαστε για την πολυχρωμία και τη διαφορετικότητά
μας. Πιστεύουμε όμως ότι σήμερα περισσότερο από ποτέ η δυνατότητά μας να
αγωνιζόμαστε, να νικάμε, ακόμα και να ζούμε με αξιοπρέπεια, εξαρτάται
όλο και περισσότερο από την έκβαση του συνολικού κοινωνικού πολέμου. Ο
πόλεμος αυτός μαίνεται και κανείς δεν μπορεί να πει αν θα είμαστε εμείς
αυτοί που θα κερδίσουν και με τι κόστος. Ξέρουμε όμως πόσο θέλουμε, πόσο
χρειαζόμαστε, πόσο σημαντικό είναι να τον κερδίσουμε εμείς. Η έκταση
και η σημασία όσων διακυβεύονται είναι τέτοια που δεν μπορούμε να
σκεφτόμαστε τίποτα άλλο από τη νίκη.
Έτσι, κάθε ευκαιρία να συναντιόμαστε, να πλαταίνουμε και να
ενισχύουμε τις γραμμές μας, κάθε ευκαιρία να σχεδιάζουμε από κοινού τις
κινήσεις μας και κάθε πεδίο που θα μας επιτρέπει να βαθαίνουμε τους
δεσμούς της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης μας, αποκτά για εμάς
καθοριστική σημασία. Με αυτή την πεποίθηση και με όλη τη διάθεση και τη
χαρά που μας γεμίζει ο αγώνας, δίνουμε το ραντεβού μας στο 16ο
Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ Κοινωνικής Αλληλεγγύης, στις 4, 5 και 6 του
Ιούλη.
________________________________________________
Για τις τρεις αυτές ημέρες, οι εκτάσεις του πρώην στρατοπέδου «Παύλου
Μελά», στην καρδιά των εργατικών δυτικών συνοικιών, θα γίνουν η δική
μας όχθη του ποταμού, η αγριεμένη, η κατάφυτη, η ελπιδοφόρα, η
ανατρεπτική, η αλληλέγγυα κι η αξιοπρεπής. Θα προσπαθήσουμε να
καταλάβουμε βαθύτερα ο ένας τον άλλο, να σχεδιάσουμε, να ζήσουμε από
κοινού και να διασκεδάσουμε παρέα, γιατί έχουμε δει πως αυτό μας
δυναμώνει, πως μας βοηθά να αναπτύσσουμε και να ξεδιπλώνουμε καλύτερα
τα κινήματά μας από την αμέσως επόμενη μέρα.
Για αυτό κι αδημονούμε να ανοίξει και φέτος τις πύλες του, να
“κολλήσουμε” στις συζητήσεις και στις προβολές του, να περιδιαβούμε τα
τραπεζάκια και να μάθουμε για τους αγώνες στις συνοικίες, στους χώρους
εργασίας, στα δάση και τα βουνά, να φωνάξουμε τα συνθήματά μας στη
συναυλία, να διασχίσουμε τα σύνορα που μας χωρίζουν, να νιώσουμε ακόμα
περισσότερο και σε όλο του το βάθος ότι είμαστε κομμάτι όχι μόνο της
“άλλης Θεσσαλονίκης”, όπως λέγαμε χρόνια τώρα, αλλά του άλλου κόσμου που
έρχεται, της άλλης κοινωνίας που την προτυπώνουμε αυτές τις 3 ημέρες
του Αντιρατσιστικού Φεστιβάλ Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο!
Αντιρατσιστική Πρωτοβουλία Θεσσαλονίκης