Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Άρθρο για το σύστημα υποχρωτικής εργασίας για τους ανέργους στη Βρετανία, το ζήτημα της "εργασιακής ηθικής" και της "τεμπελιάς"


Δωρεάν εργασία για όλους

holland-and-barrett-02Υποχρεωτική, αλλά και εθελοντική (!!!), ταυτόχρονα εργασία επιβάλει στους ανέργους η Βρετανική κυβέρνηση. Το περιβόητο Mandatory Work Activity εφαρμόζεται πλέον εδώ και δύο χρόνια σε όλη την Βρετανική επικράτεια. Το πρόγραμμα αυτό πλασάρεται ως μή έμμισθη εξασφάλιση εργασιακής εμπειρίας για κάθε άνεργο που λαμβάνει κρατικό επίδομα συντήρησης, το γνωστό Job Seekers Allowance για χρονικό διάστημα πάνω από τρεις μήνες, γεγονός που αφορά πλέον όλους καθώς οι μαζικές απολύσεις είναι πια καθημερινό φαινόμενο στη χώρα και η εύρεση εργασίας έχει καταστεί ιδιαίτερα δύσκολη, δεδομένου ότι ο αριθμός των αιτούντων για μια θέση ξεπερνά τα 100 άτομα.

Μέχρι στιγμής χιλιάδες άνεργοι έχουν σταλεί να προσφέρουν υπηρεσίες δωρεάν σε πολυκαταστήματα όπως τα Poundland, ή σε εταιρείες που αναλαμβάνουν καθαρισμούς χώρων ή εργοστάσια, προκειμένου να συνεχίσουν να εισπράττουν τις 70 λίρες την εβδομάδα που προβλέπει το επίδομα ανεργίας και ταυτόχρονα το επίδομα ενοικίου που πλέον δεν ξεπερνά τις 300 λίρες μηνιαίως. Οποιαδήποτε άρνηση συμμετοχής στο πρόγραμμα ‘εθελοντικής’ εργασίας οδηγεί σε ποινικές κυρώσεις που θα έχουν ως αποτέλεσμα την παύση πληρωμών στον άνεργο και, ταυτόχρονα, τον εξάμηνο αποκλεισμό του από την κοινωνική πρόνοια.


Πρόσφατα, μάλιστα, η νεαρή απόφοιτος γεωλογίας Cait Reilly που λόγω της έλλειψης θέσεων εργασίας για πτυχιούχους συμμετείχε στο Job Seekers Allowance κλήθηκε για δωρεάν εργασία στα Poundland αλλά κινήθηκε δικαστικά ενάντια στην κυβέρνηση, κερδίζοντας δικαστήριο που έκρινε ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα είναι παράνομο. Η ενέργειά της αμέσως καλωσορίστηκε από τους εκατομμύρια ανέργους του νησιού που καθημερινά αντιμετωπίζουν τον χλευασμό και την περιφρόνηση της Βρετανικής κοινωνίας, όμως βρήκε απέναντί τα διάφορα προτεσταντικά εργασιακά ταμπού που έχουν ριζώσει βαθιά στην συνείδηση των περισσότερων Βρετανών: πως η εργασία, οποιαδήποτε και αν είναι αυτή είναι αρετή, και πως ο άνθρωπος θα πρέπει ακόμα και δίχως πληρωμή να εργάζεται. H Cait Reilly λοιδωρήθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης ως «άτομο που δεν εκτιμά την εργασιακή αρετή και ρέπει προς την τεμπελιά», «που επιθυμεί τα πάντα δωρεάν», και που, τέλος, «ζει εις βάρος άλλων ανθρώπων».  Μάλιστα οι υπερσυντηρητικές εφημερίδες Telegraph και Daily Mail έφταναν σε σημείο συνεχώς να δημοσιεύουν άρθρα εναντίον της, προκειμένου να τονώσουν τον Βρετανικό κομφορμισμό και την θεσμισμένη εθελοδουλία της προτεσταντικής εργασιακής ηθικής, ενώ ταυτόχρονα αντιστάσεις έχουν ξεπηδήσει, με αποκορύφωμα την ομάδα Boycott Workfare και διάφορες συλλογικότητες όπως το Solidarity Federation που προσπαθούν με κάθε μέσο να σταματήσουν αυτήν την ολοφάνερη εκμετάλλευση (και μέχρι στιγμής κατάφεραν να θέσουν την αλυσίδα καταστημάτων Vegan προϊόντων Holland and Barret εκτός του προγράμματος) δίχως ωστόσο να λαμβάνουν υποστήριξη από το Βρετανικό κοινό, καθώς οι επίσημες στατιστικές της υπηρεσίας Yougov δείχνουν ότι α) το 76% των ερωτηθέντων αναφορικά με το αν θα πρέπει να σταματήσουν οι πληρωμές σε αυτούς που αρνούνται να εργαστούν ενώ β) το 55% απαντά θετικά στο ερώτημα αν θα πρέπει η κυβέρνηση να σταματήσει να πληρώνει τους ανέργους που αρνούνται να συμμετάσχουν στα προγράμματα μη αμειβόμενης εργασίας, και, τέλος γ) μόνο το 34% διαφωνεί με αυτά.

Παρόμοια προγράμματα εκμετάλλευσης ανέργων συναντά κανείς και στην Ολλανδία, στην Ουγγαρία όπου μάλιστα είχε γίνει λόγος για πληθυσμιακές μετακινήσεις των ανέργων σε ειδικά χωριά όπου θα απασχολούνται σε εργοστάσια, ενώ σκέψεις έχουν ακουστεί και για την εφαρμογή του στην Ελλάδα καθώς ο ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών Πέτρος Δούκας μέσα από την προσωπική του ιστοσελίδα, παρουσιάζοντας ένα μανιφέστο προτάσεων για την έξοδο της Ελλάδας από την κρίση δήλωσε τα εξής:
Από το να μαζεύουν ελιές (χιλιάδες τόνοι παραμένουν αμάζευτες), ή άλλα αγροτικά προϊόντα, να καθαρίσουν τις παραλίες ή δρόμους, να φυτέψουν δένδρα, να κάνουν βοηθητικές εργασίες σε τεχνικά έργα, σε μαγαζιά, συνεργεία, επιχειρήσεις, ανάλογα με την ηλικία, τις δεξιότητες, την έφεση και την όρεξη του καθενός. Ταυτόχρονα, να ζητηθεί από τις επιχειρήσεις αν θα τους ενδιέφεραν κάποιοι εργάτες, ή υπάλληλοι για τρεις μήνες χωρίς επιβάρυνση (για τις επιχειρήσεις, κλπ). Ακόμα και οι τελειόφοιτοι του Γυμνασίου και οι πρωτοετείς και δευτεροετείς των ΑΕΙ, κλπ., να εργάζονται το καλοκαίρι πέντε βδομάδες σε αντίστοιχες εργασίες για να αποκτήσουν κάποια στοιχειώδη εργασιακή εμπειρία.
Κοινωνική πρόοδος μόνο στη θεωρία

Οι Συντηρητικοί Βρετανοί, όπως και όλοι οι Νεοφιλελεύθεροι εργατιστές, διατείνονται ότι το Mandatory Work Activity (και τα διάφορα παρόμοια προγράμματα για τα οποία όλο και περισσότερες φωνές ακούγονται υπέρ της εφαρμογής τους καί στην Ελλάδα) βοηθούν τους ανθρώπους που έχουν μείνει εκτός εργασίας για πολύ καιρό μέσω της παροχής τους υπηρεσιών να μην δημιουργήσουν κενά στο βιογραφικό τους, πράγμα που στη θεωρία φαντάζει λογικό, καθώς η αγορά εργασίας (ιδιαίτερα στη Βρετανία) δίνει προτεραιότητα πρόσληψης σε άτομα με εμπειρία, και η αποχή από την εργασία (για οποιονδήποτε λόγος) πάνω από ένα τρίμηνο, συνήθως εκλαμβάνεται ως μείωση της απόδοσης του υποψήφιου/ας ο οποίος/α έχε πάψει πλέον στις καθημερινές του/της δραστηριότητες να χρησιμοποιεί τις τεχνικές γνώσεις που είχε προηγουμένως αποκομίσει ενώ εργαζόταν. Στην πραγματικότητα, όμως, το Mandatory Work Activity υποχρεώνει τους ανέργους να απασχολούνται σε κάθε εργασία, ανεξαρτήτως κατάρτισης, σπουδών και προϋπηρεσίας. Για παράδειγμα, κάποιος που εργαζόταν ως πολιτικός μηχανικός και απολύθηκε λόγω περικοπών, θα σταλθεί να αναλάβει υπηρεσίες είτε στα McDonalds, είτε σε άλλου είδους παρόμοιες θέσεις, ακόμη και εκεί που απαιτούνται χειρωνακτικές δραστηριότητες. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι οι πιθανότητες το άτομο αυτό να επαναπροσληφθεί ως πολιτικός μηχανικός είναι χαμηλότερες μιας από την προηγούμενή του απασχόληση οι γνώσεις που έχει αποκομίσει είναι άλλες από αυτές του πολιτικού μηχανικού τις οποίες πιθανότατα να θεωρηθεί ότι τις έχει ξεχάσει.

Αν μέσα σε όλα αυτά συνυπολογίσει κανείς και το γεγονός ότι στη Βρετανία (αναλόγως και στις περισσότερες χώρες της Βόρειας Ευρώπης) τα πτυχία πανεπιστημίου ελάχιστα αναγνωρίζονται από τους εργοδότες οι οποίοι δίνουν προτεραιότητα στην εμπειρία και την προϋπηρεσία, αυτό που καταλαβαίνουμε είναι πως πλέον ένας τεράστιος αριθμός εκμεταλλεύσιμων ανθρώπων γίνεται διαθέσιμος, οι οποίοι θα είναι έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν ανά πάσα στιγμή για τη μεγιστοποίηση του κέρδους των μεγαλο-επιχειρήσεων, ενώ ελάχιστοι θα είναι αυτοί που θα μπορούν να χρησιμοποιούν στην καθημερινότητά τους τις επιστημονικές τους γνώσεις που στο παρελθόν μπορούσαν να τους εξασφαλίσουν μια λιγότερο επίπονη επιβίωση. Ιδιαίτερα αν συμπεριλάβουμε και τον τριπλασιασμό των διδάκτρων στα Βρετανικά πανεπιστήμια (που πλέον αγγίζουν το ποσό των 9.000£ τον χρόνο για προ-πτυχιακές σπουδές), την επιβολή διδάκτρων σε χώρες με ισχυρές εκπαιδευτικές δομές όπου η δωρεάν εισαγωγή στα τριτοβάθμια ινστιτούτα θεωρούνταν για χρόνια ως κάτι δεδομένο και αυτονόητο, τότε γίνεται ολοφάνερο πως από εδώ και στο εξής στρατιές δούλων θα αναπαράγονται συνεχώς από τους μηχανισμούς του συστήματος, ενώ η πρόσβαση στην γνώση (και συνεπώς στην άνετη διαβίωση) θα αποτελεί ‘δικαίωμα’ μιας μικρής προνομιούχας μειοψηφίας.

Δουλεία ή ελευθερία;

Η εφαρμογή τέτοιου είδους προγραμμάτων εκμετάλλευσης φανερώνει πέρα για πέρα την πολιτική οπισθοδρόμηση της εποχής μας, ως αποτέλεσμα όχι μόνο της ήττας του εργατικού κινήματος εξ’ αιτίας του οποίου μέχρι και μερικά χρόνια πριν μπορούσαμε να απολαμβάνουμε κάποια σχετικά προνόμια, αλλά πάνω απ’ όλα, αντανακλά το γενικευμένο κλίμα απάθειας που κυριαρχεί στην Δύση, την απο-πολιτικοποίηση που οδηγεί όλο και περισσότερο στην εδραίωση και διαιώνιση του πιο ακραίου αντιδραστικού ελιτισμού (όπως θα έλεγε και ο Finley) που συναντά κανείς τα τελευταία 30 χρόνια στον «ελεύθερο κόσμο». Η δικαίωση της Βεμπεριανής αυθαίρετης αντίληψης του «όποιος δεν δουλέψει δεν θα φάει» αποτελεί πεμπτουσία του, καθώς βάζει τα θεμέλια για την ηθικοποίηση της εκμετάλλευσης, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να καταστήσει ως κοινή λογική την ποινικοποίηση κάθε είδους αυτονόητης αντίδρασης.

Καλό θα ήταν στο σημείο αυτό να γνωρίζουμε ότι η ηθική της εργασίας (την οποία είχα αναλύσει και σε προηγούμενο άρθρο) και η χρήση της λέξης «τεμπέλης» σχεδόν πάντοτε χρησιμοποιούνταν από τις εκάστοτε θεσμισμένες ολιγαρχίες ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες για περισσότερα δικαιώματα. Από την Παρισινή Κομμούνα μέχρι τις απεργίες του Σικάγο, από τον Μάη του 68 μέχρι και τις φοιτητικές διαδηλώσεις στην Βρετανία και το Occupy Wall Street, χαρακτηρισμοί όπως «τεμπέλης», «χαραμοφάης», «καταχραστής της ελευθερίας» και «τρομοκράτης» εναντίον όλων αυτών που συμμετείχαν στα κινήματα αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι της προπαγάνδας των ολιγαρχιών. Η παρότρυνση υποψηφίων για το χρίσμα του αμερικανικού ρεπουμπλικανικού κόμματος προς τους συμμετέχοντες στο Occupy Wall Street «πηγαίνετε να βρείτε καμιά δουλιά αφού κάνετε μπάνιο», η διεθνής μιντιακή καμπάνια μίσους των «lazy Greeks» υποδηλώνουν ξεκάθαρα ότι η προσκόλληση στην ηθική της εργασίας όχι μόνο χρησιμοποιείται από τις κυρίαρχες τάξεις οι οποίες στρουθοκαμηλίζοντας επιδιώκουν την εξουδετέρωση των πολιτικών τους αντιπάλων στο επικοινωνιακό επίπεδο, αλλά, ταυτόχρονα, αποτελεί και βασικό χαρακτηριστικό μιας κοινωνίας που δεν καταφέρνει να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές θεσμισμένες (στην καπιταλιστική περίπτωση προτεσταντικές) αξίες, να έρθει σε ρήξη με τον κοινωνικο-κεντρισμό της προσπαθώντας να δει τα δρώμενα από μια άλλη οπτική γωνία, και να προσεγγίσει διαφορετικά τους σκοπούς και τους λόγους κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας.

Η δαιμονοποίηση της φτώχειας και η ολομέτωπη επίθεση ενάντια στους αναξιοπαθούντες δεν είναι καινούριο φαινόμενο. Το συναντάμε πάντοτε σε εποχές όπου οι αντιστάσεις και τα κοινωνικά κινήματα άφηναν ανοιχτό το πεδίο για όλες τις συντηρητικές κοινωνικές εκφάνσεις να κυριαρχήσουν, τάσεις που αντανακλούν την προ-πολιτική πλευρά των Δυτικών παραδόσεων οι οποίες πηγάζουν από τις καταπιεστικές κοινωνίες του μεσαίωνα και επιβιώνουν μέχρι και σήμερα. Αυτού του είδους οι παραδόσεις εκφράστηκαν στο παρελθόν μέσα από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα και τις δικτατορίες, μέσα από την καταστολή και την ανελευθερία, και σήμερα μέσω του επικοινωνιακού πολέμου των Μέσων Ενημέρωσης επιστρατεύεται η αναντίρρητη υπακοή στους ισχύοντες νόμους με την ηθική της εργασίας να παίζει καταλυτικό ρόλο στην ολοένα και συνεχόμενη σπατάλη ενέργειας σε οποιαδήποτε δραστηριότητα μόχθου είτε για χάρη της δραστηριότητας αυτής είτε με σκοπό την παροχή υπηρεσιών προς αυτούς που βρίσκονται στις υψηλότερες βαθμίδες της εξουσιαστικής πυραμίδας. Στην αντίθετη πλευρά έχουμε την κληρονομιά του προτάγματος της αυτονομίας, της δημοκρατίας, που συμπληρώνει το δίπολο των Δυτικών παραδόσεών. Όσο οι συνειδήσεις θα δηλητηριάζονται από το ατομικιστικό φαντασιακό της κοινωνικής ανόδου, του prestige, από τον κρετίνικο καταναλωτισμό και την πλαστική κομφορμιστική κουλτούρα, τόσο το πρόταγμα της αυτονομίας θα περιορίζεται, αφήνοντας ανοιχτό το πεδίο για την οπισθοδρόμηση της κοινωνίας.

Βλέποντας τις καταστάσεις να φτάνουν πλέον σε οριακό επίπεδο και τον καριερισμό να καταρρέει δεν μας μένει τίποτα παραπάνω παρά να διαλέξουμε: θέλουμε να ζήσουμε σαν δούλοι ή σαν ελεύθεροι άνθρωποι; Αν η επιλογή μας είναι η δεύτερη τότε μάλλον ήρθε η στιγμή να αποδεχτούμε ότι η επιστροφή στις «παλιές καλές μέρες», στον καπιταλισμό «με το ανθρώπινο πρόσωπο» αποτελεί όνειρο θερινής νυκτός, προωθώντας έτσι την αυτο-οργάνωση και την απο-ανάπτυξη ως ριζικές απαντήσεις στην βαθιά κρίση της εποχής μας. Αν πραγματικά θέλουμε να διεκδικήσουμε μια αξιοπρεπή ζωή, μάλλον θα πρέπει να αποβάλουμε πέρα για πέρα το καπιταλιστικό φαντασιακό. Ή θα αμφισβητήσουμε την προπαγάνδα τρόμου και θα συγκρουστούμε με τις κυρίαρχες αξίες που διέπουν την κοινωνία μας (το κέρδος και την αλόγιστη συσσώρευση κεφαλαίων), με τους θεσμούς που διαιωνίζουν την θεσμισμένη ετερονομία (όπως το κράτος και τις μεγάλες επιχειρήσεις) απαιτώντας άμεση δημοκρατία και ισότητα σε όλα τα εισοδήματα, ή θα υπομένουμε μαρτυρικά και σιωπηλά τις συνέπειες της απάθειάς μας. Καί τα δυο μαζί δεν γίνονται…