*λίγα λόγια για το πανεπιστήμιο
και τη συγκυρία
Σχεδόν ένας μήνας πέρασε από τις τελευταίες εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη και βρισκόμαστε μπροστά στην ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων του 3ου και πιο σκληρού μνημονίου.
Οι εκλογές αυτές, ήρθαν μέσα σε ένα πολύ σύντομο διάστημα, μετά το συντριπτικό 62% του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος, το οποίο αποτέλεσε μεγάλο σταθμό, δίνοντας την ευκαιρία σε μεγάλο κομμάτι του λαού και της νεολαίας να εμφανιστεί και πάλι στο προσκήνιο. Οι μεγαλειώδης συγκεντρώσεις υπέρ του ΟΧΙ , η απόρριψη της προπαγάνδας και των εκβιαστικών διλημμάτων των Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης και της ΕΕ (capital controls, άτακτη έξοδος από την ευρωζώνη, εργοδοτική τρομοκρατία) και τελικά η συντριπτική επικράτηση του ΟΧΙ και η λαϊκή βούληση για σταματημό των μνημονίων και της λιτότητας δεν ήταν ένα πυροτέχνημα. Αντίθετα, χτίστηκε κομμάτι-κομμάτι την τελευταία πενταετία των μνημονίων μέσα από μαζικές κινητοποιήσεις, απεργίες, αγώνες σε χώρους εργασίας, αλλά και στο εσωτερικό του ίδιου του πανεπιστημίου.
Τα ερωτήματα που αναπτύχθηκαν μέσα από το ΟΧΙ και κυριότερα μέσα από το ΟΧΙ μέχρι τέλους, το οποίο δημιούργησε ένα ρεύμα ρήξης και σύγκρουσης, συνιστούσαν μια δυναμική, η οποία έπρεπε με κάποιο τρόπο να καμφθεί και να ενσωματωθεί, ώστε να μην αποτελέσει απειλή για την εφαρμογή των σκληρών μνημονιακών μέτρων.
Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι, ενώ στις εκλογές του Γενάρη το κυρίαρχο ερώτημα τέθηκε από τα μνημονιακά κόμματα και τα ΜΜΕ γύρω από το “μνημόνιο-αντιμνημόνιο”, στις εκλογές εξπρές της 20ης Σεπτέμβρη, καλούσαν το λαό και τη νεολαία να ψηφίσει τον καλύτερο διαχειριστή του μνημονίου. Έτσι, η 21η Σεπτέμβρη μας βρίσκει με μία βουλή που στην συντριπτική της πλειοψηφία απαρτίζεται από μνημονιακά κόμματα. Τί πήγε όμως τόσο στραβά ; Μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, οι αυταπάτες περί κατ' ευφημισμόν “αριστερής κυβέρνησης”, “έντιμου συμβιβασμού” και οι προσδοκίες “για σκίσιμο των μνημονίων” κατέρρευσαν. Αυτό ακριβώς ήταν που από τη μία εγκλώβισε το λαό και τη νεολαία στη λογική του ευρωμονόδρομου και του “δεν υπάρχει εναλλακτική”, καταλήγοντας να ψηφίζει και πάλι ΣΥΡΙΖΑ . Από την άλλη, απαξιώνοντας τις εκλογές και συλλήβδην την πολιτική, επέλεξε είτε να ψηφίσει “για την πλάκα της”, στηρίζοντας ωστόσο μνημονιακά κόμματα (βλ. Λεβέντης) ,είτε να απέχει διογκώνοντας το ρεύμα της αποχής. Αυτό το ρεύμα, σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, προέκυψε, τόσο από την απογοήτευση που δημιούργησε η μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, όσο και από την έκβαση του εκλογικού αποτελέσματος, η οποία θα κατέληγε σε κάθε περίπτωση (όπως αναφέρθηκε και παραπάνω) σε μνημόνιο. Όμως η απογοήτευση δεν είναι δύναμη κινητήρια και η αποχή από οποιαδήποτε διαδικασία δεν δίνει ανατροφοδότηση, δεν πυροδοτεί εξελίξεις και στην πράξη δε διαμορφώνει ένα καλύτερο μέλλον.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η συγκρότηση ενός κοινοβουλίου με κατεξοχήν μνημονιακές δυνάμεις, που έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του μεγαλύτερου κομματιού της κοινωνίας, σίγουρα είναι αρνητική, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εκφράζει τις πραγματικές ανάγκες και επιθυμίες της πληττόμενης κοινωνίας. Αποτελεί απλώς μια έκφραση του αδιεξόδου κι όχι, στην πραγματικότητα, ενεργητική στήριξη του μνημονίου, του χρέους και της ΕΕ.
Από την άλλη, ανησυχητικό στοιχείο του εκλογικού αποτελέσματος, αποτελεί η σταθεροποίηση και εδραίωση της Χρυσής Αυγής (παρά την πτώση της σε απόλυτο αριθμό ψήφων), τόσο σε εκλογικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο κοινωνίας. Ιδιαίτερα μετά την κυνική παραδοχή ανάληψης της πολιτικής ευθύνης για τη δολοφονία Φύσσα, από πλευράς Μιχαλολιάκου λίγες μέρες πριν τις εκλογές. Ωστόσο, η μείωση της εκλογικής της καταγραφής στα αστικά κέντρα, σε αντίθεση με την επαρχία, αναδεικνύει το ρόλο του αντιφασιστικού κινήματος, το οποίο έχει καταφέρει να οριοθετήσει πολιτικά την απήχησή της.
Μπορεί όλα τα παραπάνω να δείχνουν μια έντονη προσπάθεια σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού (ειδικά με τις πολλαπλές μνημονιακές εφεδρείες εντός του κοινοβουλίου), όμως στην πραγματικότητα η ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων του μνημονίου 3, ανοίγει ένα πεδίο κοινωνικών αντιπαραθέσεων και σε αυτό το πλαίσιο, ο δικός μας ρόλος είναι αναγκαίο να είναι καθοριστικός, προκειμένου τα ψήγματα αντίστασης και η απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στη λαϊκή βούληση που εκφράστηκε από το ΟΧΙ και το κοινοβούλιο να μετατραπούν σε δύναμη συνολικής ανατροπής.
Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνονται οι δυνατότητες αυτές, γίνεται ξεκάθαρος, αν ρίξουμε μια ματιά στο πόσο σκληραίνει η επίθεση σε λαό και νεολαία, εν μέσω προσπάθειας ξεπεράσματος της καπιταλιστικής κρίσης και εκφράζεται μέσω του 3ου μνημονίου. Το μνημόνιο αυτό, το οποίο περιλαμβάνει πολύ πιο σκληρές αναδιαρθρώσεις από τα 2 προηγούμενα, σίγουρα διαμορφώνει μια ζοφερή πραγματικότητα για την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία, παρά τις ψεύτικες υποσχέσεις από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ για “ισοδύναμα” μέτρα ελάφρυνσης. Συγκεκριμένα, οι τομές που προσπαθεί να επιβάλει περιλαμβάνουν συνολικές ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις μισθών και συντάξεων, αυξήσεις ορίων συνταξιοδότησης, πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας, αυξήσεις στη φορολογία, απελευθέρωση ομαδικών απολύσεων, συμπίεση των αγροτικών στρωμάτων, επισφράγιση της διάλυσης των εργασιακών σχέσεων κλπ.
ΤΙ ΤΡΕΧΕΙ ΟΜΩΣ ΜΕ ΤΗ ΝΕΟΛΑΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ?
Ειδικά για τη νεολαία, όλα τα παραπάνω βρίσκονται μπροστά της και καλείται να τα αντιμετωπίσει με τους χειρότερους όρους. Βλέπουμε τη νεολαία σήμερα, είτε βρίσκεται εντός, είτε εκτός πανεπιστημίου, να έρχεται αντιμέτωπη με την ανεργία, την επισφάλεια ως κυκλική ανεργία (voucher, 5μηνα), τη μετανάστευση, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, την καταβαράθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι, εν τέλει, μια νεολαία, η οποία βρίσκεται στον πυρήνα της επίθεσης, με την προοπτική της να τσακίζεται περαιτέρω (σύμφωνο 1ης απασχόλησης κλπ) και αποκλείεται από κάθε κοινωνική παροχή. Ταυτόχρονα είναι εκείνη η νεολαία, η οποία στις εξελίξεις που διαδραματίστηκαν μέσα στο καλοκαίρι δεν έμεινε ένας απλός παρατηρητής, ψηφίζοντας κατά 82% ΟΧΙ, αμφισβητώντας την παραπάνω προοπτική.
Όσον αφορά το χώρο των πανεπιστημίων, είδαμε μέσα στην προηγούμενη χρονιά, το προσχέδιο νόμου Μπαλτά να προσπαθεί να κάμψει τις αντιστάσεις του φοιτητικού κινήματος και να πάρει με το μέρος της κυβέρνησης τους φοιτητές και τΙς φοιτήτριες, επιχειρώντας να συμπεριλάβει ένα μικρό κομμάτι των αιτημάτων και των κινητοποιήσεών του στο νομοσχέδιο, όπως κατάργηση Συμβουλίων Ιδρύματος και άρση των διαγραφών, χωρίς να αγγίζει σε καμία περίπτωση τον πυρήνα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.
Σήμερα, μετά την ψήφιση και του 3ου μνημονίου και την κατάρρευση και των υπολειπόμενων αυταπατών, βλέπουμε να ετοιμάζεται νέος νόμος, ο οποίος εναρμονίζεται πλήρως με αυτά που προβλέπει το 3ο μνημόνιο, στηρίζεται στις συνθήκες του ΟΟΣΑ και τις επιταγές της ΕΕ, κατευθύνσεις που είδαμε να εκφράζονται παλιότερα με τον νόμο Διαμαντοπούλου (και τις τροποποιήσεις Αρβανιτόπουλου), χωρίς να αμφισβητούνται στο νομοσχέδιο Μπαλτά και είχαν βρει την μαχητική αντίδραση του φοιτητικού κινήματος το 2011.
Συγκεκριμένα, για όσες/ους είμαστε κάποιο διάστημα στο πανεπιστήμιο, βλέπουμε χρόνο με το χρόνο, την υποχρηματοδότηση να φέρνει σε αδιέξοδα την ίδια την ύπαρξή του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου, δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο τη δικιά μας παρουσία μέσα σε αυτό.
Μάλιστα επιβάλλεται από το χρέος το οποίο ούτε δημιούργησε ο λαός, ούτε του ανήκει (αλλά καλείται συνεχώς να το πληρώσει), όπως συμβαίνει και με το κούρεμα των αποθεματικών των πανεπιστημίων. Ήδη, γνωρίζουμε ότι η πραγματικότητα του μνημονίου συρρικνώνει τη δυνατότητα να πληρώνουμε το “δημόσιο” σχολείο και τα απαραίτητα για την είσοδο στην τριτοβάθμια φροντιστήρια. Ακόμη, μέσα στο πανεπιστήμιο βλέπουμε όλο και περισσότερους/ες φοιτητές/τριες να αναγκάζονται να δουλεύουν, ενώ ταυτόχρονα η περικοπή/διάλυση της φοιτητικής μέριμνας (φοιτητικές λέσχες, εστίες, μεταφορές κλπ), που αποτελεί άμεσο επακόλουθο της υποχρηματοδότησης, εντείνει το παραπάνω φαινόμενο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα μετακύλισης του κόστους φοίτησης στους φοιτητές και τις φοιτήτριες αποτελεί η ιδιωτικοποίηση της λέσχης του ΑΠΘ (κάρτες σίτισης για λίγους, έλεγχοι, αντίτιμο που αναμένεται να επιβληθεί) και οι εστίες που δέχονται ελάχιστους/ες .
Ταυτόχρονα, η μείωση κατά 80% συνολικά της χρηματοδότησης, θα αποτυπωθεί με διαφορετικό τρόπο στα διάφορα ιδρύματα, ανάλογα με τα αποτελέσματα της αξιολόγησης, η οποία θα αποτελέσει το μέσο κατανομής της χρηματοδότησης και θα συντελέσει στο προχώρημα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Τα κριτήρια της αξιολόγησης, φυσικά δεν είναι άλλα από το πόσο ανταποδοτικά και ανταγωνιστικά είναι τα ιδρύματα, αξιολογώντας προγράμματα σπουδών και ερευνητικό έργο (ειδικά σε σχολές θετικών επιστημών, πολυτεχνικές και υγείας).
Όλη αυτή η υποβάθμιση, η υποχρηματοδότηση κλπ έρχεται να απαντηθεί με την ένταση της ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, καθώς τα ιδρύματα ψάχνουν να βρουν χορηγούς για να επιβιώσουν, λειτουργώντας και τα ίδια με ανταποδοτικά κριτήρια.
Επιπλέον, η υποστελέχωση των ιδρυμάτων, εντάθηκε την περίοδο των μνημονίων και της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό, ότι το διδακτικό προσωπικό, μειώνεται (είτε λόγω συνταξιοδότησης, είτε λόγω απουσίας προσλήψεων), ενώ οι κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων έχουν φροντίσει να απολύσουν ή να θέσουν σε διαθεσιμότητα το μεγαλύτερο κομμάτι του διοικητικού προσωπικού.
Και το χειρότερο; Στις ελλείψεις αυτές, που στοχευμένα δημιουργούν οι ίδιες οι κυβερνήσεις και τα υπουργεία τους (και στις οποίες συναινούν πρυτανείες και ένα συντριπτικό κομμάτι των καθηγητών), απαντάνε είτε με την υποκατάσταση των εργαζομένων με απλήρωτους (!) φοιτητές που (θα) εργάζονται «υποστηρικτικά» σε διάφορα πόστα (βιβλιοθήκες, διοίκηση κλπ), είτε με τις εργολαβίες, οι οποίες σημαίνουν υπέρογκο κέρδος εργολάβου, μαύρη και ελαστική εργασία για τους εργαζόμενους (σε πόστα όπως καθαριότητα, διοίκηση, διδασκαλία) σε κλίμα τρομοκράτησης.
Ακόμη, η νέα συνταγή «αποτυχίας» που εξαπλώνεται στα ιδρύματα και έχει επιχειρηθεί να γίνει μέσω διάφορων εκπαιδευτικών νόμων (π.χ. νόμος Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλου), όλα αυτά τα χρόνια, είναι οι διασπάσεις αντικειμένων και πτυχίων (3 bachelor + 2 master ή 4+1). Μπορεί το φοιτητικό κίνημα να ανέκοψε τις φιλοδοξίες των εκάστοτε κυβερνήσεων και των εταίρων της ΕΕ (βλ. Μπολόνια), όμως η διάσπαση ακόμη πλανάται πάνω από τα κεφάλια μας πιο απειλητική από ποτέ, ιδιαίτερα μετά την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, που προβλέπει συγκεκριμένες δυσμενείς δεσμεύσεις σε σχέση με την ενιαιότητα των γνωστικών αντικειμένων και κατ’ επέκταση τα επαγγελματικά δικαιώματα.
Έτσι, βλέπουμε ειδικά τα τελευταία 2 χρόνια, τα προγράμματα σπουδών να αλλάζουν σε όλες τις σχόλες, εξυπηρετώντας τις παραπάνω κατευθύνσεις. Αυτό συμβαίνει, γιατί η αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων με βάση τις ανάγκες της αγοράς σήμερα υποβάλουν την ύπαρξη υπερεξειδικευμένου, εργατικού δυναμικού, πολυδιασπασμένου, φτηνού και χωρίς δυνατότητα συλλογικής κατοχύρωσης/διεκδίκησης.
Σε αυτό το πανεπιστήμιο που περιγράφουμε παραπάνω, οι φοιτητές και οι φοιτήτριες που δεν προσαρμόζονται και δεν πειθαρχούν δε μπορούν να υπάρχουν. Γι' αυτό είδαμε, ειδικά πέρυσι (και συνεχίζεται και φέτος) την ένταση της αυταρχικοποίησης των ιδρυμάτων, με τις πρυτανείες, που πάνε χέρι-χέρι με τα Συμβούλια Ιδρύματος, να πρωτοστατούν στην καταστολή του φοιτητικού κινήματος εντός των σχολών, χρησιμοποιώντας ακόμη και ΜΑΤ (βλ. ΕΚΠΑ, ΠΑΜΑΚ, Φιλολογία ΑΠΘ κλπ)!
Μέσα σε αυτό το κλίμα, όπου συνεχώς άρονται κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος, και η δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση φαίνεται όλο και να απομακρύνεται, ο ανταγωνισμός, ο ατομικός δρόμος και η εντατικοποίηση (η οποία οξύνεται και με τις διαγραφές στα ν+2) συμβάλλουν στη δημιουργία ενός κανιβαλικού κλίματος μεταξύ των φοιτητών/ριών, των μελλοντικών δηλαδή εργαζόμενων. Καλλιεργείται, λοιπόν, ένα κυνήγι προσόντων, να πας σε όσο το δυνατόν περισσότερα σεμινάρια, πρακτικές κλπ προκειμένου να αποκτήσεις έστω και μια δεξιότητα παραπάνω, από το συνάδελφό σου για να βρεθείς σε μια προνομιακή θέση στην αγορά εργασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, κυβερνήσεις, ΕΕ, κεφάλαιο ετοιμάζουν για όλες και όλους ένα μέλλον ανεργίας, επισφάλειας, μετανάστευσης, το οποίο μόνο συλλογικά και αλληλέγγυα μπορούμε να το αντιπαλέψουμε, κι όχι ανταγωνιστικά και ατομικίστικα.
Το καλοκαίρι λοιπόν πέρασε κι εμείς ερχόμαστε, άλλοι για πρώτη φορά και άλλοι για πολλοστή, να μπούμε ξανά στην καθημερινότητα των σχολών και μαζί με αυτή σε μια πραγματικότητα που γίνεται όλο και πιο δύσκολη για εμάς, τους φίλους και τις οικογένειές μας. Τριγύρω μας, παντού φωνές που επιμένουν πως «λεφτά δεν υπάρχουν» και πως «πρέπει να κάνουμε θυσίες», καταλήγοντας με στόμφο στο «there is noalternative» που επιτάσσει το δρόμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των συνεχών μνημονίων, που προβάλλει και η κυβέρνηση ως μονόδρομο προς την πολυπόθητη ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, λεφτά εμφανίζονται ως διά μαγείας και χαρίζονται απλόχερα στις τράπεζες και τους δανειστές.
Μπροστά σε αυτή την αντίφαση που ντύνει κάθε μικρή και μεγάλη έκφανση της καθημερινότητάς μας, καλούμαστε όπως όλες και όλοι να πάρουμε θέση. Θέση υπέρ όλων εμάς, που όπως λέει και ένας στίχος του Λειβαδίτη «είμαστε εμείς που δεν έχουμε τίποτα κι ερχόμαστε να πάρουμε τον κόσμο». Και θα το κάνουμε στη βάση της αλληλεγγύης και της συλλογικής δράσης. Επιλέγουμε να αποφασίζουμε για όσα μας αφορούν μέσα από συλλογικές αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, όπως οι συνελεύσεις, μακριά από λογικές που θέλουν άλλους να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς. Γνωρίζοντας πως οι κατακτήσεις δεν κερδίζονται από τον καναπέ, αλλά μέσα από πραγματικούς αγώνες υπεράσπισης των αναγκών της πληττόμενης πλειοψηφίας. Στο τιμόνι, οι πραγματικές ανάγκες και τα όνειρά μας που αρνούνται να μπουν σε προκατασκευασμένα καλούπια.
Είμαστε η γενιά που δε θα συμβιβαστεί στο ούτε ρήξη ούτε υποταγή, είμαστε η γενιά της σύγκρουσης με κυβέρνηση, ΕΕ, ΔΝΤ, κεφάλαιο που υποθηκεύουν το μέλλον μας. Είμαστε η γενιά του ΟΧΙ ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ.
Καλούμε όλες και όλους τις φοιτήτριες και τους φοιτητές να μαζικοποίησουν τις γενικές τους συνελεύσεις.
Καλούμε:
_στην συγκέντρωση του Σωματείου Εργαζομένων στο Λιμάνι της Θεσ/κης που αποφάσισαν διήμερη στάση εργασίας την Τετάρτη 21 και την Πέμπτη 22 Οκτωβρίου το λιμάνι
_στο αντιφασιστικό-αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό συλλαλητήριο στις 20 Οκτωβρίου στις 18.30 στο Άγαλμα Βενιζέλου
_στο πανελλαδικό αντιπολεμικό-αντιιμπεριαλιστικό συλλαλητήριο στον Έβρο στις 31 Οκτωβρίου
Συμμετέχουμε μέσα από τους φοιτητικούς μας συλλόγους στο συντονισμό των σωματείων, συλλογικών φορέων και συλλογικοτήτων για το αντιπολεμικό-προσφυγικό.