Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Καταδίκη Τ. Θεοφίλου, παρότι «μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία»..

Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε παρότι δεν τον αναγνώρισε κανένας μάρτυρας, παρότι στέλεχος της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας αναγκάστηκε να παραδεχτεί κατά την εξέτασή του ότι «μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία», και παρότι ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου είπε στους επιστήμονες, που κατέθεταν ότι το μοναδικό υποτιθέμενο στοιχείο -ένα καπέλο- δεν αποτελεί απόδειξη, ότι «καταλάβαμε, μπορεί και να μην το φόρεσε το καπέλο…» Ωστόσο, η ανεξάρτητη ελληνική δικαιοσύνη τιμώρησε τον κατά δήλωσή του αναρχικό, έστω και χωρίς στοιχεία, με 25 χρόνια φυλάκιση για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία από κοινού με καλυμμένα χαρακτηριστικά… 


clipboard01--13-thumb-large«Θα επιλέξετε το κατασταλτικό μοντέλο και θα δικάσετε χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ή θα αναζητήσετε την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί το ισχύον ποινικό σύστημα;» διερωτήθηκε απευθυνόμενος προς τους δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων ο Σπύρος Φυτράκης, εκ των συνηγόρων του Τάσου Θεοφίλου. Η απάντηση από το δικαστήριο δόθηκε σήμερα: Στον Τάσο Θεοφίλου επιβλήθηκε ποινή κάθειρξης 25 ετών κατά συγχώνευση και στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων για πέντε χρόνια, χωρίς αναστολή. Κρίθηκε ένοχος για απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και για ληστεία από κοινού με καλυμμένα χαρακτηριστικά, που διεπράχθη στην Alpha Bank, στο κέντρο της Νάουσας Πάρου, τον Αύγουστο του 2012. Το δικαστήριο τον έκρινε αθώο για τις κατηγορίες της συγκρότησης και ένταξης στην οργάνωση «Συνωμοσία των Πυρήνων της Φωτιάς», ενώ απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες που αφορούσαν την κατοχή εκρηκτικών και πολεμικού υλικού. Κατά πλειοψηφία δε απορρίφθηκε το αίτημα της αναγνώρισης του ελαφρυντικού του πρότερου εντίμου βίου.
Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε παρά το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν 19 μάρτυρες κατηγορίας, μεταξύ αυτών αυτόπτες μάρτυρες της ληστείας και στελέχη της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας, χωρίς κανείς να αναγνωρίσει τον κατηγορούμενο ως δράστη της ληστείας. Σύμφωνα με το σενάριο της αντιτρομοκρατικής, κάποιος άγνωστος, του οποίου δεν κατέγραψαν το τηλέφωνο,  καθώς η περιβόητη αντιτρομοκρατική υπηρεσία -σύμφωνα με τους ίδιους- δεν διαθέτει σύστημα αναγνώρισης κλήσεων, τους τηλεφώνησε στις 14 Αυγούστου αναφέροντας ότι κάποιος Τάσος πήρε μέρος στη ληστεία στην Πάρο. Έδωσε επίσης τη διεύθυνση του σπιτιού του στη Θεσσαλονίκη. Τέσσερις ημέρες μετά, τον βρήκαν να κάθεται στα σκαλάκια του Μετρό στον Κεραμεικό με μια τσάντα που έγραφε «Πάρος».

Ο ίδιος ο προϊστάμενος της αντιτρομοκρατικής, όταν ρωτήθηκε, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να τον αναγνωρίσει, καθώς είχε καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του. Ωστόσο η εισαγγελέας απεφάνθη ότι ο Τ. Θεοφίλου είναι ο δράστης εξάγοντας το συμπέρασμα ότι «του μοιάζει». «Μου μοιάζει; Τι είναι αυτό;» αναρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης Κώστας Παπαδάκης. «Θα γραφεί σε αιτιολογία ότι έμοιαζε ο κατηγορούμενος στην εισαγγελέα; Μα αυτά δεν είναι δεδομένα, για τα οποία εάν δεν έχουμε επιστημονική αξιολόγηση, το δικαστήριο σας δεν μπορεί να τα εκτιμήσει υποκειμενικά».
Το στέλεχος της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας Λευτέρης Χαρδαλιάς εμφανίστηκε στο δικαστήριο συνοδευόμενος από κουστωδία στελεχών και κρατώντας μια τσάντα δεμένη στον καρπό του. Ουδείς αντιλήφθηκε τη σημασία της μυστηριώδους τσάντας, καθώς ποτέ δεν χρειάστηκε να την ανοίξει. Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του απάλλαξε επί της ουσίας τον κατηγορούμενο, καθώς υποχρεώθηκε να δηλώσει: «Μπορεί να μην είναι, ως ένα μέρος δεν γνωρίζω εάν είναι αλήθεια. Μπορεί να μην ήταν ο άνθρωπος στη ληστεία».
Ο Τάσος Θεοφίλου καταδικάστηκε με μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο το DNA που εντοπίστηκε σε ένα καπέλο – το οποίο μάλιστα εντοπίστηκε εκ των υστέρων, δεν περιλαμβάνεται στην επιτόπου φωτογράφιση των πειστηρίων στον τόπο της συμπλοκής και δεν εγγράφεται στην έκθεση κατάσχεσης. Πρόκεοται για μια ένδειξη για την οποία δύο μάρτυρες με επιστημονική επάρκεια, μια καθηγήτρια γενετικής και μια χημικός, διατύπωσαν με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα τη θέση ότι η ανίχνευση DNA σε κάποιο κινητό αντικείμενο δεν σημαίνει κατ΄ανάγκη ότι το πρόσωπο στο οποίο ανήκει το DNA έχει έρθει σε επαφή με το αντικείμενο αυτό. Υπήρξε δε τόσο τεκμηριωμένη η κατάθεσή τους ώστε ο ίδιος ο πρόεδρος του δικαστηρίου δήλωσε: «Καταλάβαμε, μπορεί και να μην το φόρεσε το καπέλο ο Θεοφίλου».
Μια δίκη, σύμφωνα με τον ίδιο τον Τάσο Θεοφίλου, «με εμφανή χαρακτηριστικά πολιτικής σκοπιμότητας και δικονομικής αυθαιρεσίας… Από την μια δεν υπάρχει εναντίον μου ούτε μισό αξιόπιστο στοιχείο και από την άλλη ως συνέπεια αυτής της ανυπαρξίας παραβιάζεται οποιαδήποτε έννοια τεκμηρίου αθωότητας. Καλείται ο κατηγορούμενος να αποδείξει την αθωότητα του και όχι το δικαστήριο την ενοχή του, σύμφωνα με τις εγγυήσεις που υποτίθεται ότι παρέχει η επηρεασμένη από τον Διαφωτισμό ποινική δικαιοσύνη».
«Η αντιτρομοκρατική» σημειώνει «γνώριζε τη δική μου συντροφική και φιλική σχέση με τον Κώστα Σακκά, με τον οποίο ήμασταν συμφοιτητές από το 2002 στη Θεολογική σχολή Θεσσαλονίκης. Και κάπως έτσι έχει τοποθετήσει στις παρακολουθήσεις της έναν άγνωστο, υποτίθεται, πρόσωπο που το παρουσιάζει σε υπαρκτές και ανύπαρκτες συναντήσεις. Στην πραγματικότητα καθόλου άγνωστο δεν τους ήταν αυτό το πρόσωπο για το οποίο άφησαν μια κενή θέση στη δικογραφία για την κατάλληλη στιγμή… Και η κατάλληλη στιγμή ήρθε τον Αύγουστο του 2012. Η περίπτωσή μου δεν αποτελεί εξαίρεση, είναι μια τυπική περίπτωση στο σύγχρονο καθεστώς εξαίρεσης… Το κεφάλαιο αλλάζει τους όρους επιβολής του και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης επιβάλλεται ως μόνιμο».