Τα 60 χρόνια από το θάνατο του Αλβέρτου Αϊνστάιν (1879-1955), που θα γιορταστούν φέτος, είναι μια καλή ευκαιρία για να θυμηθούμε ή να ανακαλύψουμε τον πολιτικό Αϊνστάιν που επιμελώς μας κρύβουν. Και σίγουρα, δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να γνωρίσουμε αυτόν τον «άλλο» Αϊνστάιν παρά ακούγοντάς τον να μας μιλάει με τα δικά του λόγια για το περισσότερο παρά ποτέ επίκαιρο ζήτημα… «γιατί σοσιαλισμός;». Και όπως γράφαμε πριν από ακριβώς 10 χρόνια, όταν μεταφράζαμε και δημοσιεύαμε μεγάλα αποσπάσματα αυτού του ιστορικού κειμένου του μεγάλου Αλβέρτου:
………………………………………………………………………………………………………………………………………..
ΓΙΑΤΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ;
του Αλβέρτου Αϊνστάιν*
(…) Αναρίθμητες φωνές έχουν ισχυριστεί εδώ και καιρό ότι η ανθρώπινη κοινωνία περνάει κρίση, ότι η σταθερότητά της έχει κλονιστεί σοβαρά. Χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα άτομα νοιώθουν αδιάφορα ή ακόμα και εχθρικά απέναντι στην ομάδα, μικρή ή μεγάλη, στην οποία ανήκουν. Και για να κάνω σαφέστερο αυτό που εννοώ, ας μου επιτραπεί να θυμίσω μια προσωπική εμπειρία. Συζητούσα πρόσφατα με έναν έξυπνο και καλοπροαίρετο άνθρωπο την απειλή ενός ακόμα πολέμου, που κατά τη γνώμη μου, θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο την επιβίωση του ανθρώπινου είδους, και έκανα την παρατήρηση ότι μόνο μια υπερεθνική οργάνωση θα προσέφερε προστασία από αυτό τον κίνδυνο. Τότε ο επισκέπτης μου, πολύ ήρεμα και ψυχρά, μου είπε: «Γιατί είστε τόσο βαθιά αντίθετος στην εξαφάνιση της ανθρώπινης φυλής;»
Είμαι βέβαιος ότι μόλις πριν από έναν αιώνα κανείς δεν θα έλεγε κάτι τέτοιο με τόση ανεμελιά. Πρόκειται για μια δήλωση ενός ανθρώπου που προσπάθησε μάταια να βρει την εσωτερική του ισορροπία και έχασε λίγο ή πολύ κάθε ελπίδα να το πετύχει. Πρόκειται για την έκφραση της επώδυνης μοναξιάς και απομόνωσης από την οποία υποφέρουν τόσοι άνθρωποι στις μέρες μας. Ποια είναι η αιτία; Υπάρχει διέξοδος;
Είναι μεν εύκολο να μπαίνουν τέτοια ερωτήματα, αλλά είναι δύσκολο να απαντηθούν με μια κάποια σιγουριά. Θα το προσπαθήσω, όσο καλύτερα μπορώ, παρόλο που έχω πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι τα αισθήματα και οι προσπάθειές μας είναι συχνά αντιφατικές και ομιχλώδεις και ότι δεν μπορούν να εκφραστούν με απλές και εύκολες διατυπώσεις.
Ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα ον μοναχικό και κοινωνικό. Ως μοναχικό ον, προσπαθεί να προστατεύσει τη δικιά του ύπαρξή καθώς και την ύπαρξη εκείνων που του είναι πιο κοντά, να ικανοποιήσει τις προσωπικές του επιθυμίες, και να αναπτύξει τις έμφυτες δεξιότητές του. Ως κοινωνικό ον, επιδιώκει να κερδίσει την αναγνώριση και τη στοργή των άλλων ανθρώπινων όντων, να μοιραστεί τις χαρές τους, να τα παρηγορήσει στις λύπες τους, και να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής τους. Μόνο η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών, συχνά αλληλοσυγκρουόμενων, επιδιώξεων αναδεικνύει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του ανθρώπου, και ο συγκεκριμένος συνδυασμός τους ορίζει πόσο ένα άτομο μπορεί να πετύχει την εσωτερική του ισορροπία και πόσο μπορεί να συμβάλει στην ευτυχία της κοινωνίας. Δεν αποκλείεται η δύναμη αυτών των δυο ροπών να ορίζεται από την κληρονομικότητα. Όμως, η προσωπικότητα που τελικά αναδύεται διαμορφώνεται κατά πολύ από το περιβάλλον μέσα στο οποίο ένας άνθρωπος τυχαίνει να βρεθεί κατά την ανάπτυξή του, από τις δομές της κοινωνίας στην οποία μεγαλώνει, από την παράδοση αυτής της κοινωνίας, και από την αποτίμηση ιδιαίτερων ειδών συμπεριφοράς. Για το κάθε ανθρώπινο ον, η αφηρημένη έννοια «κοινωνία» σημαίνει το συνολικό άθροισμα των άμεσων και έμμεσων σχέσεών του τόσο με τους ανθρώπους της εποχής του όσο και με εκείνους των προηγούμενων γενεών. Το άτομο είναι ικανό να σκέφτεται, να αισθάνεται, να προσπαθεί, και να εργάζεται από μόνο του. Αλλά εξαρτάται τόσο πολύ από την κοινωνία –στην φυσική, διανοητική και συναισθηματική του ύπαρξη- ώστε να είναι αδύνατο να το σκεφτούμε ή να το κατανοήσουμε έξω από το πλαίσιο της κοινωνίας. Είναι η «κοινωνία» που εφοδιάζει τον άνθρωπο με τρόφιμα, ρούχα, με ένα σπίτι, με τα εργαλεία της δουλειάς, με γλώσσα, με τις μορφές σκέψης, και με το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου της. Η ζωή του γίνεται δυνατή μέσω της εργασίας και των επιτευγμάτων των πολλών εκατομμυρίων παρόντων και προηγουμένων συνανθρώπων του που όλοι τους κρύβονται πίσω από τη λεξούλα «κοινωνία».